Σε ένα παγκάκι μας βρήκε το ξημέρωμα. Ξεκινήσαμε στις 4.30, να πάμε σχολείο, να βοηθήσουμε λιγάκι στην κατάληψη. Όμως βρίσκονταν ήδη εκεί ο Τέλης, ο Ζαν, ο Ντίνος, ο Dave και άλλοι πολλοί, ωστέ η δικιά μας παρουσία, θαρρώ, δεν ήταν απαραίτητη. Χώρια, που παίζονταν περίεργα σκηνικά κει μέσα. Έτσι, πέταξες την ιδέα, να πάμε σε ένα παρκάκι κει κοντά, να κάτσουμε, ωσπού να ξεπροβάλλει ο ήλιος. Πήγαμε λοιπόν και ήταν πράγματι Θε μου, πολύ όμορφα. Είχαμε μαζί τις σχολικές μας τσάντες. Δεν είχαμε βέβαια, βιβλία μέσα, πάρα μόνο εγώ, τις σημειώσεις της λογοτεχνίας και ένα βιβλίο που μου'χες πει κάποτε πως πολύ γούσταρες να αποκτήσεις, αλλά δίσταζες λόγω τιμής, σχετικά με τη σκηνοθεσία. Είδες , φιλαράκι μου; Σε θυμήθηκα, το βρήκα και στο έφερα. Δεν ήθελες να το δεχτείς, μα κατάφερα, εν τέλει να σε πείσω, πως είναι δώρο για τα επικείμενα γενέθλια σου.Φύσουσε ένας αέρας τσουχτερός, που λένε. Τα δάκτυλα των χεριών μου, είχαν παγώσει τόσο πολύ, που δεν τα ένιωθα. Και εσύ βέβαια, το ίδιο έπαθες, κάθως δυσκολευόσουν να ανάψεις τσιγάρο. Τελικά, δεν άναψες τσιγάρο, μόνο τον αναπτήρα , και πλησιάσαμε τα χέρια μας στη φλόγα του, πλάθωντας ένα άλλο παραμύθι,δικό μας, ανάλογο με ''Το Κοριτσάκι Με Τα Σπίρτα''. Σε ρώτησα σε κάποια στιγμή ''Λες να πεθάνουμε μόλις σβήσει ο αναπτήρας, σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα;'' Άνοιξες διάπλατα τα μάτια σου τρομαγμένος και έβαλες τον αναπτήρα στη τσέπη σου. Μου είπες ''Πρέπει να'χω γάντια στη τσάντα μου. Θα φορέσω εγώ το ένα και εσύ το άλλο.''. Τελικά, θυμήθηκα, ότι είχα και εγώ κάτι γάντια ξεχασμένα, σε μια θήκη της τσάντας και έτσι βολευτήκαμε αμφότεροι.
Το πάρκο ήταν γεμάτο από δέντρα, πανύψηλα δέντρα και το χώμα είχε καλυφθεί από πεσμένα φύλλα από τον αέρα. Είχε πιάσει και ένα ψιλόβροχο. Προμηθευτήκαμε καφέδες και κάτι μπισκότα της κακιάς ώρας, από ένα γωνιακό μαγαζάκι, που δειλά άνοιξε κατά τις 5.30. Και έτσι προγευματίσαμε στο παγκάκι μας, ''παγκάκι των στεναγμών'' θα μπορούσαν να το λένε, καθώς ήταν γραμμένο από πάνω ως κάτω, με στιχάκια, με αρχικά ονομάτων, με έρωτες διαλυμένους και ζωντανούς. Αφού ήπιαμε τους καφέδες και καταβροχθίσαμε και τα μισά μπισκότα, κάπως συνήλθαμε και ζωντανέψαμε. Άνοιξε το μάτι μας, ρε παιδί μου. Μας πλυμμήρισε ένα κύμα αισιοδοξίας. Αρχίσαμε να συζητάμε και να κάνουμε όνειρα με τα μάτια ανοιχτά.Και πόσα δεν είπαμε; Θεωρώντας δεδομένη την επιτυχία μας στις πανελλήνιες, φανταστήκαμε, πως θα περάσουμε στην ίδια πόλη, πως θα'μαστε και γαμώ τα φοιτητόπαιδα, πως θα πηγαίνουμε σε περίεργα μαγαζιά, πως θα πηγαίνουμε σε κουλτουριάρικες θεατρικές παραστάσεις που ούτε γάτα δεν μπαίνει κατά λάθος, πως θα γίνω θεατρίνα και εσύ σκηνοθέτης, πως δεν θα μπλεχτούμε με Εθνικό και ιστορίες, αλλά θα είμαστε του ελευθέρου θεάτρου εμείς και άλλα τέτοια. Αν ήταν κανείς εκεί κοντά και μας άκουγε θα έσκαγε στα γέλια, αλλά μπα, μόνοι μας είμαστε, για αυτό και μιλούσαμε με ιδιαίτερη άνεση.
Όταν, εν τέλει, ο ήλιος έκανε την απαστράπτουσα εμφάνιση του, εμείς βολτάραμε με άνεση, σε δρόμους που δεν είχαμε ποτέ ξαναπεράσει, καθ'ότι οι δικές μας γειτονιές βρίσκονται στην άλλη άκρη της πόλης. Επειδή, κρύωνα πολύ ακόμη, είχα κολλήσει πάνω σου και κρατούσα το χέρι σου. Σχολίασες, πως αν μας δει κανείς, σίγουρα για ζευγάρι θα μας περάσει και όχι για φίλους, έστω και κολλητούς. Μα, τι μας νοιάζει εμάς, οι άλλοι τι πιστεύουν; Εμείς έχουμε ο ένας τον άλλον και αυτό είναι σπουδαίο. Δεν είναι; Γελάσαμε χαιρέκακα, όταν σκεφτήκαμε πως η πλειονότητα των Ελλήνων, ξύπνησε, ήπιε καφέ και έκατσε μπροστά στο χαζοκούτι να παρακολουθήσει τον Αυτιά ή τον Παπαδάκη να λένε για το ΕΚΑΣ. Εμείς εκείνες τις στιγμές νιώθαμε ελεύθεροι. Ίσως και να ήμαστε όντως δηλαδή. Γιατί όχι; Είχαμε ο ένας τον άλλον και δύο σακίδια που περίειχαν τα απαραίτητα. Λίγα λεφτά, κλειδιά, μολύβι ματιών, κανά βιβλίο, τα γνωστά. Γυρίσαμε σαν αλήτες, με ξεκισμένα αθλητικά, πολλά μέρη της πόλης. Γελάσαμε πολύ, συζητήσαμε,τραγουδήσαμε και κάπου-κάπου δακρύσαμε γιατί μας πήρε το παράπονο πάλι. Ήταν όμορφα, γιατί κυρίως, καταφέραμε λίγο και ξεφύγαμε. Ξεφύγαμε από τα συννηρημένα, από τις ταλαντώσεις, από πρώην γκόμενους-γκόμενες, από τις μαλακίες τις γενικότερες. Κατά τις 9 φτάσαμε σχολείο αποκαμωμένοι μα χαρούμενοι και με τα πρόσωπα κατακκόκινα σαν παιδάκια μικρά. ''Τι κάνατε μες τα δασάκια;'' μας ρώτησε ένας του 15μελούς πονηρά. ''Σκοτώναμε τις ανασφάλειες μας'', είπες εσύ και εκείνη την ώρα σε κοίταξα, σαν να'βλεπα μπροστά μου τον Μεσσία.
Πόσο όμορφο, είναι, Γιώργο, να βλέπω δίπλα σε εσένα, τον ήλιο να ανατέλλει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.