Χθες είχαμε παράσταση. ''Χριστουγεννιάτικα παράσταση; Jesus. Πόσο μαλάκες είμαστε;'', ρωτούσε αγανακτισμένος ο Σταμάτης ο τεχνικός και ο Γιάννης, το παιδί για όλες τις δουλειές, συμφωνούσε κουνώντας το αφανοειδές κεφάλι του καταφατικά. Καθυστέρησα να πάω, είχε και μια βροχή, ψιλογάμησε τα η κατάσταση. Όταν μπήκα στα ''αποδυτήρια'' βρήκα τον Αντώνη, τον έτερο πρωταγωνιστή, με ανοιχτό πουκάμισο, να φτύνεται μπροστά στον καθρέφτη. ''Αγόρι μου, έχεις τύπο. Θα σκίσεις. Μην μου αγχώνεσαι.'' Διέκοψα το λογύδριο του. ''Μονολογούμε;'' Γύρισε ταραγμένος προς το μέρος μου. ''ΝΤΥΣΟΥ ΓΡΗΓΟΡΑ!Ο Γιώργος είναι πυρ και μανία που άργησες.'' ''Ρε συ, ρε το Γιωργάκη θα φοβηθώ;'' Άκουσα τη φωνή του από έξω. ''Χμ...ωστόσο ας ντυθώ.''
Αφού φόρεσα τα αισχρά και άθλια ρούχα των πρώτων σκηνών άρχισα να κόβω βόλτες στα παρασκήνια. Ο Σταμάτης μάλωνε με τον Άλκη για τα φώτα, ο Βασίλης έτρεχε με μια μεζούρα, ο Γιάννης έπινε αποκαμωμένος μια μπύρα, μονολότι νωρίς ακόμα, παιδιά, παλαιότερα μέλη του θιάσου, συζητούσαν μεταξύ τους και ο Γιώργος ο σκηνοθέτης έκοβε βόλτες με χαρτιά στα χέρια. Τον χαιρέτησα από μακριά με το πιο γλυκό μου χαμόγελο, μπας και τον καλμάρω. Ήρθε κοντά μου και εγώ υποκλίθηκα μπροστά του. ''Ω, ήρθατε μαντάμ;'' ''Έλα Γιωργάκη, μη μου θυμώνεις, με τέτοια βροχή,τι να κάνω η άμοιρη πρωταγωνίστρια σου;'' Ο Γιώργος δεν έδωσε σημασία στα λεγομένά μου. ''Φώναξε και τον άλλον να δώσω τις τελευταίες οδηγίες.'' Άρχισα τα νάζια. ''Τον Αντωνάκη;'' ''Ναι, τον Αντωνάκη, τον άχρηστο!''
Μαζεύτηκαμε σε ένα μικρό κύκλο ο Γιώργος, εγώ, ο Αντώνης και εντελώς άκυρα ο Σταμάτης.
Γιώργος: Λοιπόν, άκουστε εδώ, θα παρακαλούσα να μείνετε πιστοί στο κείμενο! Να μην κάνετε αυτοσχεδιασμούς!Δανάη μ'ακούς; Για εσένα το λέω!
Εγώ: Nαι,ναι. Σοβαρά το λες; Το ξέρεις. Ο λόγος σου είναι διαταγή.
Σταμάτης: Σε δουλεύει, ε, να το ξέρεις. Πάλι αυτοσχεδιασμούς θα κάνει.
Γιώργος: Αντώνη και εσύ συγκεντρωμένος, έτσι;
Αντώνης-Ξέρω. Πρώτη σκηνή, μάτι γλάρο, βλέμμα βαθύ...θα το σκίσω το εργάκι.
Εγώ: Ή θα το χαντακώσεις; Παίζεται.
Κόσμος ήρθε, παρ'όλο που ήτανε οικογενειακή γιορτή, δεν ξέρω εγώ τι και τα ρέστα. Όταν βγήκα στη σκηνή, στη κουίντα ήτανε και ο Γιάννης και ο Γιώργος. Τους λοξοκοίταξα και ο Γιάννης έβαλε τα γέλια. Ο Σταμάτης αναβόσβησε τα φώτα δυο φορές, πράγμα που σημαίνει : ''Κάτι κάναμε και σήμερα''.
Mετά την παράσταση και αφότου έφυγε ο κόσμος, ξεβάφτηκα και με τα ρούχα ακόμα του έργου, πήγα στην πλατεία του θεάτρου. Στα καθίσματα ήταν διασκορπισμένοι, τα παλιά παιδιά του θιάσου, οι τεχνικοί, ο Γιώργος, ο Άντωνης. Κάθισα δίπλα στον Αντώνη και πίσω απ'το Γιώργο. Ο Σταμάτης μας μοίρασε μπύρες. Έκατσε δίπλα μου και σκούντηξε το Γιώργο. ''Είδες η πουτάνα; Πάλι αυτοσχεδιασμούς έκανε και πάλι τα έσπασε όλα.'' Ο Γιώργος με κοίταξε αυστηρά. ''Μήπως μ'ακούει ποτέ;'' Χαμήλωσα το βλέμμα μου, τάχα ντροπιασμένη. Ο Γιώργος γέλασε. ''Αλλά τι να κάνω που την αγαπάω τη βλαμμένη! Α, μωρή κολλητή, καλά έκανες!''
Ήπιαμε κάμποσες μπύρες, θυμηθήκαμε διάφορους αυτοσχεδιασμούς, παίξαμε σκηνές του έργου, γελάσαμε για ώρες σαν μικρά παιδιά. Κλαίγαμε από τα γέλια. Και ακούμε τον Αντώνη να λέει ''Και μου κάνει έναν αυτοσχεδιασμό στη β'πράξη και με αφήνει μαλάκα. Να μη ξέρω τι να πω, να λέει δικά της και να με τρελαίνει ακόμα χειρότερα.''Μας ξαναέπιασαν τα γέλια. Η Ναταλία ανεβασμένη στη σκηνή προσπαθούσε επί ματαίω να μας ηρεμήσει, για να μη φέρουν την αστυνομία. Ο Σταμάτης μας θύμισε πικραμένος πως αυτή ήτανε η τελευταία παράσταση και άλλη δε θα υπάρξει. Ύστερα άρχισε τα λόγια της παρηγοριάς. ''Ίσως να'ναι καλύτερα. Συνέχεια μαλώναμε...τι καταλάβαμε;'' ''Ναι, δίκιο έχεις.'', τον σιγοντάρισα και εγώ. Ο Γιώργος μας είδε όλους κάπως βουρκωμένους και είπε ''Αφήστε τα αυτά..λες και ήρθε το τέλος του κόσμου'', ενώ, ο Βασίλης ξέθαβε δυο μπουκάλια βότκα από ένα ντουλάπι. Ήπιαμε και όλοι κάποια ποτήρια βότκα, ζαλιστήκαμε χειρότερα, μας πήρε το παράπονο, αρχίσαμε να λέμε για το παρελθόν σαν να'μαστε ηλικιωμένοι.
Τα ξημερώματα πήραμε την απόφαση να πάμε ως το Νεοχώρι, ένα χωριό στη Λίμνη πάνω, με το αμάξι του αδερφού του Αντώνη. Οδηγός βέβαια ο Αντώνης, που δίπλωμα δεν είχε, αλλά τα κουτσοκατάφερνε. Μαζί του εγώ, ο Γιώργος και ο Σταμάτης. Μεθυσμένοι καθώς ήμαστε, δεν το πολυσκεφτήκαμε και ξεκινήσαμε. Στο δρόμο βέβαια χαθήκαμε, ψυχή πουθενά τριγύρω. Τραγουδούσαμε συνεχώς τα κομμάτια της παράστασης. Ξάφνου, είδαμε στο παρμπριζ άσπρες νιφάδες. Ο Σταμάτης λέει ζαλισμένος ''Ρε μαλάκες, χιόνι είναι αυτό ή έπαθαν τα μάτια μου απ'το μεθύσι;'' Ο Γιώργος φόρεσε τα γυαλιά της μυωπίας του. ''ΧΙΟΝΙ!ΧΙΟΝΙ!'' Κατέληξα θριαμβευτικά, ''Άρα είμαστε κοντά στη λίμνη!''. Κάμποσες φορές παραλίγο να πέσουμε σε χαντάκια. Τη τρίτη φορά που πήγε να γίνει μας πιάσανε τα γέλια. Είχε ξημερώσει για τα καλά όταν πια φτάσαμε στο χωριό.
Περίεργα Χριστούγεννα βρε παιδί μου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.