Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Μαθήματα...ζωής.

Αν μ'άφηνες να σε συμβουλεύσω, θα το'κανα στ'αλήθεια. Θα σου χάιδευα τρυφερά τα μαλλιά και ύστερα θα άρχιζα το παρανοικό μου λογύδριο. Μπορώ να σε φανταστώ. Θα άνοιγες διάπλατα τα λαμπερά ματάκια σου και θα προσπαθούσες επί ματαίω να συγκρατήσεις τα γέλια σου. Και εγώ θα προσπαθούσα αντίστοιχα να συγκρατήσω τα δικά μου. Χμ, ίσως βέβαια να ανασήκωνες και το ένα σου φρύδι, μη πω και τα δυο! Ποια είμαι εγώ να σε συμβουλεύσω; Δηλαδή, μωρέ εντάξει, στα λόγια όλοι καλοί είμαστε. Και εγώ είμαι ιδιαίτερα καλή σε αυτό, μια μικρή γλωσσοκοπάνα που λένε. Το θέμα είναι τι καταφέρνει ο καθένας στη ζωή του. Πόσο μίζερη ή όχι καταφέρνει να την κάνει, τι ανθρώπους έχει δίπλα του, αν έχει πραγματοποιήσει ή όχι κάποια όνειρα του και τα σχετικά. Η δική μου η ζωή είναι μάλλον συνηθισμένη, χωρίς πρωτοτυπίες, χωρίς έξοχες στιγμές, χωρίς έντονα μίση και τα μισά μου όνειρα μοιάζουν πια με αρρωστημένες φαντασιώσεις ενός μυαλού που λογω διαβάσματος έχει σχεδόν σαλτάρει.

Όμως σ'αγαπώ και μπορεί στην αγάπη να μη ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος -όπως ο Ελύτης-,ωστόσο, ξέρω στην τελική να στηρίζω κάποιον, να τον πονάω, να ξαγρυπνώ δίπλα του, αν τυχόν το θέλει. Αν μ'άφηνες να σου μιλήσω, θα σου έλεγα πολλά περί ζωής. Ίσως να εντυπωσιαζόσουν κιόλας και να με περνούσες για κάποια φιλόσοφο του 21ου αιώνα. Δεν θα'θελα να σου πω ουτοπικές μαλακίες αφενός, μα αφετέρου δεν θα'θελα και να πικράνω τις σκέψεις σου με ωμές αναφορές στην πραγματικότητα. Να σου'λεγα για τη ζωή; Δεν είναι και εύκολο το θέμα. Και τι ξέρω εγώ απ'τη ζωή ματάκια μου; Όσα ξέρεις, ξέρω. Πάνω-κάτω δηλαδή, σχεδόν τα ίδια. Πάντως, δεν θα σου πω και εγώ, πως εμείς είμαστε η νέα γενιά και πως θα σώσουμε τον κόσμο. Η φάση είναι, ξέρεις, προχθές τα λέγαμε, ''ο σώζων εαυτώ σωθήτω''. Δηλαδή, εδώ δεν ξέρουμε αν θα σώσουμε τους εαυτούς μας, θα σώσουμε και τον κόσμο; Θα μου πει βέβαια κανείς, ''Δεκαεπτά χρονών κορίτσι και σκέπτεσαι έτσι; Ντροπή και αίσχος''. Αλλά ξέρεις κάτι αγόρι μου; Μισή ντροπή δική μας και μισή ντροπή δική τους. Την βλέπεις τη χώρα μας; Βλέπε την και φτύστηνα μη την ματιάσεις. Εγώ δεν θα σου πω σαν τον Πάγκαλο πως μαζί τα φάγαμε όλα, μα θα σου πω, πως μαζί τα ΚΑΝΑΜΕ όλα.

Λοιπόν, Σταμάτη μου, για το πως θα πορευτείς στη ζωή, εγώ ένα ξέρω.Το θέμα είναι πάνω απ'όλα να'χεις αξιοπρέπεια. Να είσαι δηλαδή υπερήφανος για εσένα, την οικογένεια σου, για ό,τι έχεις καταφέρει. Να μην περπατάς σκυφτός, μα με το κεφάλι ψηλά. Να μην εξαρτιέσαι από κανέναν, να μην χρωστάς τίποτα σε κανέναν. Νέοι είμαστε, βρε παιδί μου και θα τα καταφέρουμε όλα, εγώ αυτό πιστεύω. Να'χεις επίσης σεβασμό. Να σέβεσαι δηλαδή πρωτίστως τον εαυτό και τους γονείς σου και ύστερα τους συνανθρώπους σου και γενικά κάθετι πλασμένο από τη φύση. Και να ερωτευτείς. Πω πω παιδί μου, ο έρωτας είναι σπουδαίο πράγμα και κατ εμέ το ανώτατο συναίσθημα. Αν δεν ερωτευτείς και δεν σε ερωτευτούν σίγουρα είσαι ένα τίποτα. Ο έρωτας ομορφαίνει τις ψυχές των ανθρώπων. Και εγώ ιδιαίτερα ηθική δεν είμαι, με ξέρεις δα. Οπότε, θα σου πω, πως από τα πιο έντονες στιγμές στη ζωή, είναι όταν κάνεις έρωτα, με τον άνθρωπο που αγαπάς και σ'αγαπάει. Στην περίπτωση εκείνη, η ένωση που συμβαίνει είναι σχεδόν ιερή και το αποτέλεσμα είναι μια έκρηξη ανάλογη με του πιο ισχυρού ηφαιστείου.

Ξέρω πως ποτέ δεν τα πηγαίναμε καλά. Δηλαδή, εντάξει, αυτό δεν ισχύει και απόλυτα. Τώρα τελευταία η κατάσταση μεταξύ μας είναι κάπως καλύτερη. Μέχρι και ένα βράδυ το περάσαμε ολομόναχοι και δεν έγινε Γης μαδιάμ. Και ήπιαμε και τον καφέ μας και ήπιαμε και τις μπύρες μας και συζητήσαμε και μου φάνηκες αλλιώτικος, πως ωρίμασες, πως μεγάλωσες, πως έμαθες να σκέφτεσαι όμορφα. Ίσως να νιώθεις κάτι για εμένα, όχι και τόσο φιλικό. Ίσως και εγώ να νιώθω κάτι ανάλογο για εσένα. Ίσως αυτή η έλξη που υπάρχει ανάμεσα μας να μην είναι στην τελική και τόσο αθώα. Και ερωτευμένοι όμως να'μαστε, νόημα δεν έχει και σε τίποτε δεν θα ωφελούσε αν γινότανε ποτέ κάτι μεταξύ μας. Αν και μ'αρέσεις γιατί είσαι ευθύς, ειλικρινής και το βλέμμα σου ειναι ξεκάθαρο. Μ'αρέσεις γιατί δεν διστάζεις να πεις όσα σκέφτεσαι, γιατί δεν είσαι από τους τύπους που γλύφουνε για να ανέβουνε. Μ'αρέσεις, γιατί όσο περνάει ο καιρός, όλο και περισσότερο σου μοιάζω και μου μοιάζεις.

Στο'πα και πριν, δεν έχει νόημα. Γι'αυτό και εγώ σου κόβω συχνά τα φτερά και ύστερα πάλι μαλώνουμε και επιμένεις πως είμαι απίστευτα ξεροκέφαλη. Και ας ξέρουμε και οι δυο πως εσύ με ξεπερνάς σε αυτό. Και δεν με πειράζει πια που φωνάζεις, εγώ γελάω. Όχι βέβαια με ειρωνεία, αλλά τρυφερά, σχεδόν τους λατρεύω τους καυγάδες μας. Πάντα όμως τα βράδια, ιδιαίτερα όταν είμαστε μόνοι μας, εσύ είσαι πολύ διαφορετικός. Ξαφνικά, μου φαίνεσαι αδύναμος, τρυφερός και ώρες-ώρες απίστευτα ρομαντικός. Ξαφνικά, από κακός δράκος, γίνεται ο ρομαντικός πρίγκηπας του παραμυθιού και εγώ θα μπορούσα πανεύκολα να παραδοθώ στην αγκαλιά σου. Ύστερα, επανέρχομαι στην πραγματικότητα και συγκρατούμαι. Και ας νιώθω μερικές φορές και εγώ το ίδιο αδύναμη, όπως και εσύ.Και ποιος δεν είναι αδύναμος μπροστά στο μεγαλείο του έρωτα; Ή μπροστά σε κάτι που ξεκάθαρα οδηγεί στον έρωτα...

Σταμάτη δεν ξέρω γιατί τα γράφω όλα αυτά. Μάλιστα, πρώτη φορά, κάθομαι να γράψω για εσένα. Θα'θελα να'μαστε μαζί, σαν φίλοι ή ακόμα και σαν ζευγάρι, να μιλήσουμε περισσότερο, να σου πω και άλλα. Ύστερα, πάλι σκέφτομαι. Τον Άρη, το Σταύρο, τη Μαρίλια. Είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι,συνηθίζεις να λες. Τυπικά ναι, είμαστε ελεύθεροι. Όμως, η καρδιά, η ψυχή, το μυαλό μας είναι όντως ελεύθερα;

Σου το ξαναλέω όμως, ποτέ δεν ήμουν ηθική ούτε και ιδιαίτερα μυαλώμενη. Οπότε...δε γαμιέται; Θα σε πάρω τηλέφωνο για να βρεθούμε. Θα βρεθούμε, θα πιούμε, θα τραγουδήσουμε το στίχο του Άσιμου που σ'αρέσει πολύ, θα συζητήσουμε και ύστερα...ύστερα δε ξέρω. Ίσως η ιστορία μας να καταλήξει τραγική, ίσως και μελοδραματική, ίσως και γελοία. Δε μπορώ να ξέρω με εσένα. Δε γαμιέται όμως. Είμαι φτιαγμένη απόψε, από τα θεατρικά βιβλία, την ιστορία κατεύθυνσης και τις βότκες.

Λες πως σου δίνω μαθήματα ζωής.
Μωρέ, μήπως συμβαίνει τ'ανάποδο;

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Χθες είχαμε παράσταση. ''Χριστουγεννιάτικα παράσταση; Jesus. Πόσο μαλάκες είμαστε;'', ρωτούσε αγανακτισμένος ο Σταμάτης ο τεχνικός και ο Γιάννης, το παιδί για όλες τις δουλειές, συμφωνούσε κουνώντας το αφανοειδές κεφάλι του καταφατικά. Καθυστέρησα να πάω, είχε και μια βροχή, ψιλογάμησε τα η κατάσταση. Όταν μπήκα στα ''αποδυτήρια'' βρήκα τον Αντώνη, τον έτερο πρωταγωνιστή, με ανοιχτό πουκάμισο, να φτύνεται μπροστά στον καθρέφτη. ''Αγόρι μου, έχεις τύπο. Θα σκίσεις. Μην μου αγχώνεσαι.'' Διέκοψα το λογύδριο του. ''Μονολογούμε;'' Γύρισε ταραγμένος προς το μέρος μου. ''ΝΤΥΣΟΥ ΓΡΗΓΟΡΑ!Ο Γιώργος είναι πυρ και μανία που άργησες.'' ''Ρε συ, ρε το Γιωργάκη θα φοβηθώ;'' Άκουσα τη φωνή του από έξω. ''Χμ...ωστόσο ας ντυθώ.''

Αφού φόρεσα τα αισχρά και άθλια ρούχα των πρώτων σκηνών άρχισα να κόβω βόλτες στα παρασκήνια. Ο Σταμάτης μάλωνε με τον Άλκη για τα φώτα, ο Βασίλης έτρεχε με μια μεζούρα, ο Γιάννης έπινε αποκαμωμένος μια μπύρα, μονολότι νωρίς ακόμα, παιδιά, παλαιότερα μέλη του θιάσου, συζητούσαν μεταξύ τους και ο Γιώργος ο σκηνοθέτης έκοβε βόλτες με χαρτιά στα χέρια. Τον χαιρέτησα από μακριά με το πιο γλυκό μου χαμόγελο, μπας και τον καλμάρω. Ήρθε κοντά μου και εγώ υποκλίθηκα μπροστά του. ''Ω, ήρθατε μαντάμ;'' ''Έλα Γιωργάκη, μη μου θυμώνεις, με τέτοια βροχή,τι να κάνω η άμοιρη πρωταγωνίστρια σου;'' Ο Γιώργος δεν έδωσε σημασία στα λεγομένά μου. ''Φώναξε και τον άλλον να δώσω τις τελευταίες οδηγίες.'' Άρχισα τα νάζια. ''Τον Αντωνάκη;'' ''Ναι, τον Αντωνάκη, τον άχρηστο!''

Μαζεύτηκαμε σε ένα μικρό κύκλο ο Γιώργος, εγώ, ο Αντώνης και εντελώς άκυρα ο Σταμάτης.
Γιώργος: Λοιπόν, άκουστε εδώ, θα παρακαλούσα να μείνετε πιστοί στο κείμενο! Να μην κάνετε αυτοσχεδιασμούς!Δανάη μ'ακούς; Για εσένα το λέω!
Εγώ: Nαι,ναι. Σοβαρά το λες; Το ξέρεις. Ο λόγος σου είναι διαταγή.
Σταμάτης: Σε δουλεύει, ε, να το ξέρεις. Πάλι αυτοσχεδιασμούς θα κάνει.
Γιώργος: Αντώνη και εσύ συγκεντρωμένος, έτσι;
Αντώνης-Ξέρω. Πρώτη σκηνή, μάτι γλάρο, βλέμμα βαθύ...θα το σκίσω το εργάκι.
Εγώ: Ή θα το χαντακώσεις; Παίζεται.
Κόσμος ήρθε, παρ'όλο που ήτανε οικογενειακή γιορτή, δεν ξέρω εγώ τι και τα ρέστα. Όταν βγήκα στη σκηνή, στη κουίντα ήτανε και ο Γιάννης και ο Γιώργος. Τους λοξοκοίταξα και ο Γιάννης έβαλε τα γέλια. Ο Σταμάτης αναβόσβησε τα φώτα δυο φορές, πράγμα που σημαίνει : ''Κάτι κάναμε και σήμερα''.

Mετά την παράσταση και αφότου έφυγε ο κόσμος, ξεβάφτηκα και με τα ρούχα ακόμα του έργου, πήγα στην πλατεία του θεάτρου. Στα καθίσματα ήταν διασκορπισμένοι, τα παλιά παιδιά του θιάσου, οι τεχνικοί, ο Γιώργος, ο Άντωνης. Κάθισα δίπλα στον Αντώνη και πίσω απ'το Γιώργο. Ο Σταμάτης μας μοίρασε μπύρες. Έκατσε δίπλα μου και σκούντηξε το Γιώργο. ''Είδες η πουτάνα; Πάλι αυτοσχεδιασμούς έκανε και πάλι τα έσπασε όλα.'' Ο Γιώργος με κοίταξε αυστηρά. ''Μήπως μ'ακούει ποτέ;'' Χαμήλωσα το βλέμμα μου, τάχα ντροπιασμένη. Ο Γιώργος γέλασε. ''Αλλά τι να κάνω που την αγαπάω τη βλαμμένη! Α, μωρή κολλητή, καλά έκανες!''

Ήπιαμε κάμποσες μπύρες, θυμηθήκαμε διάφορους αυτοσχεδιασμούς, παίξαμε σκηνές του έργου, γελάσαμε για ώρες σαν μικρά παιδιά. Κλαίγαμε από τα γέλια. Και ακούμε τον Αντώνη να λέει ''Και μου κάνει έναν αυτοσχεδιασμό στη β'πράξη και με αφήνει μαλάκα. Να μη ξέρω τι να πω, να λέει δικά της και να με τρελαίνει ακόμα χειρότερα.''Μας ξαναέπιασαν τα γέλια. Η Ναταλία ανεβασμένη στη σκηνή προσπαθούσε επί ματαίω να μας ηρεμήσει, για να μη φέρουν την αστυνομία. Ο Σταμάτης μας θύμισε πικραμένος πως αυτή ήτανε η τελευταία παράσταση και άλλη δε θα υπάρξει. Ύστερα άρχισε τα λόγια της παρηγοριάς. ''Ίσως να'ναι καλύτερα. Συνέχεια μαλώναμε...τι καταλάβαμε;'' ''Ναι, δίκιο έχεις.'', τον σιγοντάρισα και εγώ. Ο Γιώργος μας είδε όλους κάπως βουρκωμένους και είπε ''Αφήστε τα αυτά..λες και ήρθε το τέλος του κόσμου'', ενώ, ο Βασίλης ξέθαβε δυο μπουκάλια βότκα από ένα ντουλάπι. Ήπιαμε και όλοι κάποια ποτήρια βότκα, ζαλιστήκαμε χειρότερα, μας πήρε το παράπονο, αρχίσαμε να λέμε για το παρελθόν σαν να'μαστε ηλικιωμένοι.

Τα ξημερώματα πήραμε την απόφαση να πάμε ως το Νεοχώρι, ένα χωριό στη Λίμνη πάνω, με το αμάξι του αδερφού του Αντώνη. Οδηγός βέβαια ο Αντώνης, που δίπλωμα δεν είχε, αλλά τα κουτσοκατάφερνε. Μαζί του εγώ, ο Γιώργος και ο Σταμάτης. Μεθυσμένοι καθώς ήμαστε, δεν το πολυσκεφτήκαμε και ξεκινήσαμε. Στο δρόμο βέβαια χαθήκαμε, ψυχή πουθενά τριγύρω. Τραγουδούσαμε συνεχώς τα κομμάτια της παράστασης. Ξάφνου, είδαμε στο παρμπριζ άσπρες νιφάδες. Ο Σταμάτης λέει ζαλισμένος ''Ρε μαλάκες, χιόνι είναι αυτό ή έπαθαν τα μάτια μου απ'το μεθύσι;'' Ο Γιώργος φόρεσε τα γυαλιά της μυωπίας του. ''ΧΙΟΝΙ!ΧΙΟΝΙ!'' Κατέληξα θριαμβευτικά, ''Άρα είμαστε κοντά στη λίμνη!''. Κάμποσες φορές παραλίγο να πέσουμε σε χαντάκια. Τη τρίτη φορά που πήγε να γίνει μας πιάσανε τα γέλια. Είχε ξημερώσει για τα καλά όταν πια φτάσαμε στο χωριό.

Περίεργα Χριστούγεννα βρε παιδί μου...

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

Δάκρυα καυτά ένιωσα να κυλούν στο προσωπό μου. Σκούπισα βιαστικά τα μάτια μου και αμήχανα κοίταξα τριγύρω. Ευτυχώς δεν ήτανε κανένας. Και ποιος να'ναι μωρέ, χαράματα Χριστουγέννων, έξω; Όλοι είναι στα σκυλάδικα -πόσο μάλλον στην επαρχία, που σαπίζει από αυτά- ή μαζεμένοι σε σπίτια,πίνοντας, τρώγωντας και λέγοντας βαρετές σαχλαμάρες. Θυμήθηκα την μάνα μου και τις προλήψεις της και γέλασα. ''Είναι γρουσουζιά να κλαίμε γιορτινές μέρες.'' Και ποιος γιορτάζει ρε μάνα και γιατί να γιορτάσει στο κάτω-κάτω της γραφής; Ο Άρης δεν φαινότανε ακόμα πουθενά. Δεν άργησε αυτός, εγώ πήγα πιο νωρίς. Είχε πιάσει μια μπόρα, όμοια με τις ανοιξιάτικες, που ξεκινούν στο άκυρο και σταματάνε γρήγορα. Ήπιος καιρός για χειμώνα πάντως, όπως και να'χει.

Να ξεκαθαρίσω ευθαρσώς πως εγώ ουδεμία σχέση είχα ποτέ με τη λεγόμενη κατάθλιψη των εορτών. Δεν με επηρεάζουν και τόσο πια. Άλλωστε, όλοι χαίρονται και εγώ να θλίβομαι; Μαλακία μου φαίνεται. Αναλογίστηκα τη ζωή μου λοιπόν, μα όχι λόγω ημερών. Το κάνω συχνά τώρα τελευταία. Τα έβαλα κάτω και μέτρησα τις χαρές, τις λύπες, τους ανθρώπους που έφυγαν ή έμειναν. Αυτά πρέπει να'ναι η ζωή μου. ''Έτσι την θέλω τη ζωή μου εγώ;'', σκέφτηκα. Στον τόπο αυτό, έμεινα πολύ, αναγκαστικά. Με έμαθαν, τους έμαθα, δημιούργησα ανθρώπινες σχέσεις. Θα μου πεις, έτσι είναι η φύση του ανθρώπου. Το'χει πει και ο Αριστοτέλης. Μα, εγώ, πως να στο πω, βρε φίλε μου; Δεν τους μπορώ τους κοινωνικούς δεσμούς. Μονάχη μου θέλω να πορευτώ. Να μην δεσμευτώ, να μην εξαρτηθώ, από ανθρώπους και συναισθήματα.

Moυ λένε, μα και εγώ το νιώθω, πως τον έρωτα τον μεγάλο τον έχω ζήσει. Και τι κέρδισα, ε; Μπορεί κανείς να απαντήσει; Και τι να πει; Ούτως ή άλλως, έξω απ'το χορό, πολλά τραγούδια λέγονται. Ξέρω πως δεν πέτυχα τίποτα, ξέρω πως ψυχικά καταστράφηκα, ξέρω πως έχασα πολύτιμο χρόνο, ξέρω πως βίωσα καταστάσεις που δεν τις άξιζα. Δεν επιρρίπτω ευθύνες σε άλλον κανένα παρά μόνο στον εαυτό μου. Μα, άμα παρασυρθείς από τον έρωτα, άντε να ξεμπερδέψεις μετά. Επικίνδυνο παιχνίδι, ο έρωτας, έχε το κατά νου. Δε θέλω, σίγουρα, να ξαναπεράσω τα ίδια. Πληγώθηκα εγώ και κυρίως ο εγωισμός μου. Πέταξα τα ξεθωριασμένα απομεινάρια ενός ταραγμένου παρελθόντος και μαζί και τον παλιό μου εαυτό. ''Και αναγεννιέσαι από τις στάχτες σου!'', θα μου πει περιπαικτικά ο Γιώργος λίγες μέρες μετά το τελικό ξεκαθάρισμα. Τα δάκρυα πάλι τρέχουνε. Μα, δεν είναι θλίψη. Είναι κόπωση. Είναι το γαμώτο. Όχι το γαμώτο που χωρίσαμε τελικά. Το γαμώτο πως δεν μου έμεινε τίποτα από δυο χρόνια σχέσης. Σαν να κρατούσα μια χούφτα άμμο και ξάφνου άνοιξα τα δάχτυλα μου και την έχασα.

Είναι και η φάση γενικά περίεργη μωρέ, είναι και που δεμένη σχεδόν με κρατάνε δω πέρα. Ίσως, πράγματι, να'χω φουρτούνα μέσα μου, όπως μου λέει και ο Άρης. Αυτό που θέλω δεν είναι το κλασσικό όνειρο της επαρχιώτισσας. Να γνωρίσω ανθρώπους, να διαβάσω βιβλία κ.λ.π. Μωρ'αυτά τα κάνω και από δω. Το θέμα είναι να κόψω, επιτέλους, τον ομφάλιο λώρο, να δώσω μια και να τινάξω τις βολεμένες καταστάσεις. Δεν είναι η τρέλα της νιότης. Ο φόβος είναι. Ο φόβος μη τυχόν και γίνω... ''ανθρωπάκι''. Αχ! Και πώς δεν τα μπορώ τα υποκοριστικά... Ή ακόμα χειρότερα μη γίνω γυναικούλα. Μην με περνάς για ξαναμμένη φεμινίστρια. Απλώς, άνθρωπος είμαι και γω και όχι -ακόμα τουλάχιστον- ανθρωπάκι. Αν μείνω εδώ πάντως, αυτό θα γίνω. Ακούω τα όνειρα της μάνας μου και τα σωθικά μου ανακατεύονται. Να ανοίξω το δικηγορικό γραφείο εδώ, έχω και πατέρα γνωστό στην πόλη και τα πιάσαμε τα λεφτά μας. Μάνα, για ποια με πέρασες; Για τη τελευταία κατίνα γειτόνισσα;

Τις σκέψεις μου, διέκοψαν τα βιαστικά βήματα του Άρη. Ήρθε κοντά μου με την κιθάρα και μια αγκαλιά γεμάτη λευκά-κόκκινα τριαντάφυλλα και μερικές γαρδένιες. Τα εναπόθεσες μπροστά μου σε στυλ θρησκευτικής ευλάβειας. Σου είπα όσα είχα κατά νου. ''Είσαι ατίθαση εσύ , κούκλα μου'', μου είπες, ''δε σε φοβάμαι. Και είσαι μόλις 17...εγώ γκρέμιζα τον κόσμο στην ηλικία σου χωρίς περριτές σκέψεις.'' Ύστερα με φίλησες στο μάγουλο. ''Καλά Χριστούγεννα...ησύχασε.'' Με κράτησες στην αγκαλιά σου παρακινώντας με να κλάψω και όντως το κατάφερες. Ξαφνικά, ένιωσα τόσο αχάριστη, τόσο μικρή, μπροστά στο μεγαλείο σου. ''Η ζωή σου είναι το θέατρο και αυτό θα κάνεις!'', κατέληξες. Θε μου, είσαι επίκινδυνος. Αν αφεθώ, μπορείς να γίνεις εσύ η ζωή μου, πανεύκολα. Σαν να άκουσες τη σκέψη μου, είπες, ''Μη φοβάσαι.Και αν ερωτευτείς ακόμη, μπορείς να παραμείνεις ελεύθερη αγαπούλα μου.'' Α, μην το κάνεις πιο εύκολο. Και δεν μου αρέσουν και τα υποκοριστικά....

Καλά Χριστούγεννα, όπως και να'χει...

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Αδιέξοδο

Αν θέλεις κάθισε δίπλα μου. Θα'θελα να μιλήσουμε.
Mη φοβάσαι. Τώρα δε θα σε διώξω. Ούτε θα σου φερθώ άσχημα.
Θέλω να σου πω πολλά, μα, εν τέλει δεν ξέρω αν θα το κάνω.
Αν ψύχραιμη θέλω να μείνω, δεν πρέπει να το κάνω. Αυτό το ξέρω.
Βλέπεις στο πάτωμα τις σκισμένες φωτογραφίες; Οι δικές μας είναι.
Είναι τα θρύψαλλα της παλιάς μου -μας- ζωής. Πια δεν διακρίνει κανείς τίποτα.
Ωστόσο, αν κάποιος με υπομονή ενώσει τα κομμάτια θα μας δει σε στιγμές -δήθεν- ευτυχισμένες.
Δεν έχουν όμως όλα αυτά τώρα σημασία. Πάει καιρός από τότε.
Εμείς, συνεχίσαμε βέβαια να γελάμε, μα για πράγματα διαφορετικά.
'Εφυγα από τη ζωή σου και εσύ από τη δική μου. Και είναι στ'αλήθεια αργά, ναι.
Παρατήρησε το δωμάτιο γύρω σου. Βλέπεις πόσο άλλαξε; Επίτηδες άλλαξε, για να μη σε θυμίζει.
Kαι ίσως ο χώρος τώρα να σου φαίνεται πιο κρύος και λιγότερο ερωτικός και δίκιο έχεις.
Μα, τώρα επικρατεί ηρεμία και εγώ αυτή χρειάζομαι αυτή τη χρονική στιγμή.
Μην με κοιτάς, σε παρακαλώ, με αυτά τα μεγάλα υγρά σου μάτια. Θαρρώ πως το κάνεις επίτηδες.
Δεν με γοητεύεις όμως πια τόσο απλά. Και τώρα δηλαδή που σε περίμενα μη φανταστείς πως ανυπομονούσα και πολύ.
Και ούτε που με ενδιαφέρει που ήσουν πριν. Δεν με απασχολεί αν ήσουν με φίλο, με άλλη, αν κάπνιζες, αν έπινες, αν έτρεχες με την μηχανή.
Η δική μου ζωή δεν εξαρτάται πια από τη δική σου επιβίωση. Ούτε κοιμάμαι ή ξυπνάω με την μορφή σου στο μυαλό μου.
Αυτά συνέβαιναν παλιά, τώρα όχι. Δεν παίζει ρόλο η ρουτίνα και δεν είναι ότι δεν σ'αγαπάω πια.
Πάντα θα σ'αγαπάω. Ο έρωτας στο κάτω-κάτω είναι άλλο.
Αλλά, Άνθρωπος είσαι και συ, Άνθρωπος είμαι και γω. Και στ'αλήθεια σε πονάω και νοιάζομαι.
Θυμάσαι πέρσι τέτοια μέρα; 13 Δεκεμβρίου; Ίσως όχι. Οι άντρες πάντα ξεχνάνε πιο εύκολα.
Είμαστε στο σπίτι σου και εσύ δεν ήσουν καλά. Είχες μεθύσει και μου έλεγες ασυναρτησίες.
Εγώ προσπαθούσα να κατανοήσω τα λόγια σου και παράλληλα να σε παρηγορήσω.
Σε είχα αγκαλιάσει και η καρδιά σου χτυπούσε πολύ δυνατά. Οι ανάσες μας είχαν θολώσει το τζάμι πλάι μας.
Σου ψιθύρισα με τρυφερότητα , ''Στα δύσκολα σε θέλω!'' και εσύ γέλασες. Το αστείο είναι πως τότε δεν ήμαστε μαζί.
Βλέπεις λοιπόν; Και χωρισμένοι όταν ήμαστε, εγώ, όταν το ήθελες, ήμουν δίπλα σου.
Εσύ πότε ήσουν εδώ πραγματικά για εμένα και μόνο; Πότε κάθισες να με ακούσεις, να συζητήσεις μαζί μου, να μου πεις δυο λόγια; Δε ζήτησα και πολλά.
Έλεγες για εμένα πως είμαι δυνατή και πως δεν έχω ανάγκη εγώ από τέτοια. Και πράγματι όλα μόνη μου τα πέρασα.
Τόσες ανηφόρες τις ανέβηκα μονάχη μου, τόσο που τώρα, τις πάω τρέχοντας. Μα, στο ξαναλέω, Άνθρωπος είμαι.
Και καμιά φορά, ήθελα να ακούσω καμιά καλή κουβέντα από το ''σύντροφό'' μου.
Αχάριστα μου φέρθηκες λοιπόν και πέρασε στ'αλήθεια καιρός για να στα πω όλα αυτά.
Και ανέχτηκα πολλά στην δική σου την περίπτωση σου. Τις ανωριμότητες και τις ωμότητες σου, καθώς και άσχημες συμπεριφορές.
Και δεν μίλησα ποτέ, μόνο και μόνο, για να μη σε βάλω σε σκέψεις, μη τυχόν και στεναχωρηθείς, για να μην νιώσεις βρε βλάκα πιεσμένος.
Δεν αποκλείω το ενδεχόμενο να είμαστε ξανά μαζί. Δεν έχει να κάνει κάποιο κάρμα με αυτό,μονολότι όλοι λένε ότι με εμάς ισχύει.
Έχει να κάνει με μια εξάρτηση που υπάρχει ανάμεσα μας. Αρρωστημένη εξάρτηση.
Όμως και μαζί να'μαστε ξανά, πάλι το ίδιο θα γίνει. Θα χωρίσουμε αργά ή γρήγορα για ασήμαντη αφορμή.
Ύστερα, εσύ θα γίνεις τύφλα και εγώ θα σπάσω πράγματα. Θα'ρθεις κάτω από το σπίτι μου και θα φωνάζεις τ'ονομά μου και εγώ θα σου επιτρέψω να περάσεις την νύχτα εδώ.
Το ξέρω καλά το έργο, το'χω μάθει πια. Και με'χει κουράσει ρε Σταύρο.
Μα, οι εξαρτήσεις μωρό μου, είναι άσχημο πράγμα και άγριο.
Φοβάμαι όμως ρε γαμώτο. Απ'αυτά τα πράγματα γλυτώνεις νωρίς και στην περίπτωση μας πέρασε καιρός.
Και δεν κάνεις και κάτι για να με ξεπεράσεις, να σε ξεπεράσω. Θες ντε και καλά με τη βία να εισβάλλεις στη ζωή μου.
Συχνά-πυκνά τηλεφωνείς και ζητάς να μάθεις τα νέα μου. Μου μιλάς για ώρες, μιλάμε για το παρελθόν, αναλύουμε συνέχεια τα ίδια και νόημα δεν βγαίνει.
Χθες πάλι, ήρθες από το σπίτι και είπωθηκαν και έγιναν διάφορα.
Ήταν βράδυ, ρε γαμώτο, σαν τώρα...και το βράδυ όλα γίνονται ευκολότερα.
Δεν έχω τη δύναμη, αυτό είναι που θα με καταστρέψει, καταλαβαίνεις;
Αν μπορούσα, ξέρεις τι θα'κανα;
Θα σε στόλιζα με όσες βρισιές γνωρίζω, θα σε χτυπούσα με σκοπό να σε σκοτώσω και αν τελικά το κατάφερνα θα σε έθαβα και κανείς ποτέ δεν θα μάθαινε τίποτε.
Όμως, μόνο τον εαυτό μου, θα καταφέρω να καταστρέψω, είμαι σίγουρη.
Μην με κοιτάζεις έτσι. Δεν κλαίω. Άλλωστε, δακρύζω τόσο εύκολα.
Δεν κλαίω από πίκρα ή από θλίψη που δεν σε έχω πια, δεν με καίει και τόσο αυτό.
Παράπονο είναι και θυμός. Που μπαίνεις με το έτσι θέλω τη ζωή μου, την ανατινάζεις και εξαφανίζεσαι.
Πρέπει να σταματήσει αυτό και πρέπει να σταματήσει από εσένα, γιατί εγώ δεν έχω τη δύναμη να σε εμποδίσω.
Γιατί όσο και αν δε το παραδέχομαι, ζήσαμε πράγματα μαζί και έχω δεθεί με την αφεντιά σου.
Δεν μπορώ όμως να ξυπνάω άλλο τα βράδια για σένα, ούτε να κλαίω, ούτε να σπάω, ούτε να ξεσπάω σε φίλους.
Σου'χα πει μια φορά μισομεθυσμένη, πως μου χάρισες τη ζωή. Τώρα, γιατί θέλεις με κάθε τρόπο να μου την πάρεις πίσω;
Καταλαβαίνεις τι σου λέω ρε Σταύρο; Σήκω φύγε τώρα.
Μην ξαναπεράσεις απο εδώ.
Μην τηλεφωνήσεις ξανά ρε Σταύρο...

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Με αφορμή την κατάληψη...

Iσχυριστήκατε πως κάνατε κατάληψη τη Δευτέρα, προκειμένου να τιμήσετε την μνήμη του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και πως τη συνεχίσατε τη Τρίτη για αιτήματα που αφορούσαν τις δομές του σχολείου. Σήμερα, το σχολείο άνοιξε και σας κακοφάνηκε, όπως είπατε, που οι καθηγητές επενέβησαν και έτσι δεν συνεχίστηκε η κατάληψη. Το σχολείο το κάνατε φύλλο και φτερό και γελούσατε χαιρέκακα με το -πολύ δύσκολο- κατόρθωμά σας. Έτσι μπράβο, καλά κάνετε και γελάτε. Καταφέρατε επίτελους να μας αποδείξετε πως καθόλου δεν διαφοροποιήστε από τα ζώα. Δεν διαθέτετε δηλαδή μυαλό, αλλά ούτε και γλώσσα θαρρώ, καθώς συνήθως συννενοείστε με άναρθρες κραυγές.

Θα έπρεπε, πρωτίστως, να ντρέπεστε, που για να χάσετε μάθημα, παραστήσατε τάχα μου, πως λυπάστε και θρηνείτε για τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου. Φτιάξατε ένα πανό και γράψατε ''Κατάληψη για τον Αλέξη'' και κάτι έγινε. Τη δολοφονία αυτή, την εκμεταλλεύτηκαν πολλοί, αλλά εμείς δεν θα έπρεπε να το κάνουμε αυτό, ρε πούστη μου. Νέα γενιά, σου λέει ο άλλος. Ελπίδα, του'ρχεται κατά νου, ελεύθερη σκέψη, ωραίες αντιλήψεις, όχι δέκα μαλακίες στη σειρά, μόνο και μόνο για να χαθούν 20 ή 30 ώρες μαθήματος και ύστερα να γκρινιάζετε κιόλας, που πέφτουν τα διαγωνίσματα αντάμα. Ε, κάποτε πρέπει να εκτελεστεί και το θλιβερό αυτό καθήκον.

Όσο για τα αιτήματα σας , τη δεύτερη μέρα; Του κώλου. Σας φταίει το νερό που μυρίζει χώμα, σας φταίνε τα παγκάκια, απαιτείτε το κυλικείο να πουλάει μπύρες. Ρε ξυπνήστε! Δεκαεφτά χρονών είμαστε, όχι γυμνασιόπαιδα, για να λέμε για τις τυρόπιτες. Του χρόνου, σου λέει, θα πάμε πανεπιστήμιο, οι αρσενικοί θα πάνε στο στρατό, θα βγούμε εν πάση περιπτώσει στην κοινωνία. Δεν γίνεται να τα παίρνουμε όλα στον χαβαλέ, πάρτε το χαμπάρι. Υπάρχουν λόγοι σοβαρότατοι, για να κάνουμε και αυτή τη στιγμή ακόμα κατάληψη. Λόγοι με τους οποίους θα είχαμε στο πλάι μας και καθηγητές και γονείς και δεν θα τρέχατε να αμπαρωθείτε στο κτίριο κάθε φορά που ο λυκειάρχης έκανε ένα βήμα προς το μέρος σας. Τι; Δεν βρίσκατε ούτε έναν; Τι στο πέος πια; Εκτός τόπου και χρόνου είστε; Παιδεία, εξεταστική, οικονομία, ακόμα και για το συνταξιοδοτικό το γονέων μας θα μπορούσαμε να οργανώσουμε πορεία, όπως έγινε και στο εξωτερικό.

Σαν ζώα που είστε διαλύσατε και το σχολείο όπως προανέφερα. Κάψατε την ελληνική σημαία,πετάξατε τις εικόνες Του Χριστού που δέσποζαν πάνω από τον πίνακα, σπάσατε και κάψατε θρανία και πόρτες, βάψατε τοίχους, σκίσατε βιβλία, ξηλώσατε τα παγκάκια, σπάσατε τις βρύσες, διαλύσατε υπολογιστές. Και εγώ ένα θα σας πω. Οι γονείς σας τα ξέρουν αυτά και δεν ντρέπονται για τα μούτρα σας; Ή μήπως είναι ίδιοι με εσάς; Κανένας σεβασμός προς την πατρίδα σου, προς τη θρησκεία (που ακόμα και δική σου να μην είναι, υπάρχει το δικαίωμα της ανεξιθρησκείας), σε δημόσια περιουσία; Είχατε από το σχολείο παράπονα; Τι σκατά ρε μαλακισμένα; Το κτίριο και καινούριο και καθαρό και άψογο, προαύλιο μεγάλο, γήπεδα και τα ρέστα, γυμναστήριο, θεατρικά δρώμενα, υπολογιστές, εργαστήρια, η πλειονότητα των καθηγητών ικανή. Τι άλλο θέλετε; Έχετε πάει, πάνω, σε ορεινά χωριά, να δείτε τι παίζει; Εκεί είναι τα γούστα!

Είσαι εξοργισμένος και εγώ ρε παιδί μου, σε καταλαβαίνω, γιατί και εγώ κάπως έτσι νιώθω. Όμως, έτσι, τι θα καταφέρεις; Τη Διαμαντοπούλου, μωρό μου, δε θα τη βλάψεις, όσα και να κάψεις, όσα και να σπάσεις. Εμείς θα τα αντικαταστήσουμε, εμείς θα τα πληρώσουμε, μαθητές και καθηγητές μαζί. Γιατί τόσο μένος προς τους καθηγητές ρε φίλε; Δε βλέπεις τι γίνεται; Θύματα είναι και αυτοί και εμείς θύματα, ακόμα περισσότερο. Οι εποχές είναι δύσκολες, θα στο λέω πάντα και ας μην με ακούς. Θα τραβήξουμε πολλά ακόμα, για αυτό και ως έθνος, ενωμένοι πρέπει να'μαστε και όχι να σκάβει ο ένας το λάκκο του άλλου. Το υπουργείο δεν το βλάπτεις έτσι ούτε και το βάζεις σε σκέψεις για το αν οι επιλογές που'χει κάνει είναι σωστές.
Μάγκες αν ήμαστε, θα οργανωνάμε τα σχολεία, πανελλαδικώς, καταλήψεις με κοινά και σοβαρά αιτήματα και θα κάναμε πορείες άνα πόλεις. Αλλά, μπα. Εδώ είναι Ελλάδα. Eδώ, δεν συνεννοείσαι με το γείτονα, θα συννενοηθείς και πανελλαδικά; Φασκελοκουκούλωστα!

Εσείς και εγώ δηλαδή, επαναστάτες δεν είμαστε και καταλάβετε το. Επαναστάτη του καναπέ θα μπορούσα να σε πω. Πώς σκατά είσαι επαναστάτης; Επαναστατείς με το κινητό,το msn και το WESC πουλοβεράκι; Καλά, τράβα στη γωνία και δες αν έρχομαι. Ή μήπως έτυχε και ακούσατε Άσιμο και ξάφνου γίνατε αναρχικοί και αντεξουσιαστές; Έλα, μην δουλευόμαστε. Ο επαναστάτης δεν είναι έννοια απλή. Αν δεν ζεις και δε σκέφτεσαι ελεύθερα, δεν μπορείς να επαναστατήσεις. Στο κάτω-κάτω οι περισσότεροι βολεμένοι είμαστε. Δεν είναι απλό πράγμα, να τα βροντήξεις όλα και να πεις, θα πάω κόντρα στο σύστημα, θα το επιτάξω προτού με υποτάξει. Δύσκολα λόγια αυτά και επικίνδυνα. Πρέπει να'χεις μια τρέλα, μια σχιζοφρένεια, -δε στο κρύβω- για να τα πεις αυτά και να τα εννοείς. Άλλωστε, το νιώθεις, πως τίποτε δε θα βγει και δεν μπαίνεις καν στο κόπο να προσπαθήσεις.

Ώρες-ώρες μωρέ, με τρομάζει αυτή η σιωπή του λαού και η ηλίθια στάση του απέναντι σε όσα συμβαίνουν. Ρε Έλληνα, συνεχώς γκρινιάζεις και παραπονιέσαι μα όλο ΝουΔου και πράσινο ήλιο ψηφίζεις. Και μη μου πεις πως ελπίζεις στο σοσιαλισμό, γιατί θα πηδήξω από το παράθυρο. Συνεχώς, παραπονιέσαι, ωστόσο την προεκλογική περιόδο, πάντοτε επικρατεί διχόνοια ανάμεσα σας και σφάζεστε σαν τους μαλάκες. Με φοβίζει που δεν βλέπετε τις συνέπειες όλων αυτών, που δεν σκέφτεστε τι θα ακολουθήσει, που δεν κοιτάτε πως θα σωθεί η πατρίδα αλλά ο εαυτούλης σας, που περιμένετε από ένα Λαζόπουλο να σας αφυπνίσει. Ποιος ξέρει όμως; Ο λαός πάντα επαναστατεί. Φωνή λαού, οργή Θεού και τα σχετικά. Και ίσως μετά τη σιωπή, να ακολουθήσει η μεγάλη έκρηξη...


*Απορώ αν βγαίνει νόημα. Είχα νεύρα όταν τα'γραφα.

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

''Σκοτώναμε τις ανασφάλειες μας...''

Σε ένα παγκάκι μας βρήκε το ξημέρωμα. Ξεκινήσαμε στις 4.30, να πάμε σχολείο, να βοηθήσουμε λιγάκι στην κατάληψη. Όμως βρίσκονταν ήδη εκεί ο Τέλης, ο Ζαν, ο Ντίνος, ο Dave και άλλοι πολλοί, ωστέ η δικιά μας παρουσία, θαρρώ, δεν ήταν απαραίτητη. Χώρια, που παίζονταν περίεργα σκηνικά κει μέσα. Έτσι, πέταξες την ιδέα, να πάμε σε ένα παρκάκι κει κοντά, να κάτσουμε, ωσπού να ξεπροβάλλει ο ήλιος. Πήγαμε λοιπόν και ήταν πράγματι Θε μου, πολύ όμορφα. Είχαμε μαζί τις σχολικές μας τσάντες. Δεν είχαμε βέβαια, βιβλία μέσα, πάρα μόνο εγώ, τις σημειώσεις της λογοτεχνίας και ένα βιβλίο που μου'χες πει κάποτε πως πολύ γούσταρες να αποκτήσεις, αλλά δίσταζες λόγω τιμής, σχετικά με τη σκηνοθεσία. Είδες , φιλαράκι μου; Σε θυμήθηκα, το βρήκα και στο έφερα. Δεν ήθελες να το δεχτείς, μα κατάφερα, εν τέλει να σε πείσω, πως είναι δώρο για τα επικείμενα γενέθλια σου.Φύσουσε ένας αέρας τσουχτερός, που λένε. Τα δάκτυλα των χεριών μου, είχαν παγώσει τόσο πολύ, που δεν τα ένιωθα. Και εσύ βέβαια, το ίδιο έπαθες, κάθως δυσκολευόσουν να ανάψεις τσιγάρο. Τελικά, δεν άναψες τσιγάρο, μόνο τον αναπτήρα , και πλησιάσαμε τα χέρια μας στη φλόγα του, πλάθωντας ένα άλλο παραμύθι,δικό μας, ανάλογο με ''Το Κοριτσάκι Με Τα Σπίρτα''. Σε ρώτησα σε κάποια στιγμή ''Λες να πεθάνουμε μόλις σβήσει ο αναπτήρας, σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα;'' Άνοιξες διάπλατα τα μάτια σου τρομαγμένος και έβαλες τον αναπτήρα στη τσέπη σου. Μου είπες ''Πρέπει να'χω γάντια στη τσάντα μου. Θα φορέσω εγώ το ένα και εσύ το άλλο.''. Τελικά, θυμήθηκα, ότι είχα και εγώ κάτι γάντια ξεχασμένα, σε μια θήκη της τσάντας και έτσι βολευτήκαμε αμφότεροι.

Το πάρκο ήταν γεμάτο από δέντρα, πανύψηλα δέντρα και το χώμα είχε καλυφθεί από πεσμένα φύλλα από τον αέρα. Είχε πιάσει και ένα ψιλόβροχο. Προμηθευτήκαμε καφέδες και κάτι μπισκότα της κακιάς ώρας, από ένα γωνιακό μαγαζάκι, που δειλά άνοιξε κατά τις 5.30. Και έτσι προγευματίσαμε στο παγκάκι μας, ''παγκάκι των στεναγμών'' θα μπορούσαν να το λένε, καθώς ήταν γραμμένο από πάνω ως κάτω, με στιχάκια, με αρχικά ονομάτων, με έρωτες διαλυμένους και ζωντανούς. Αφού ήπιαμε τους καφέδες και καταβροχθίσαμε και τα μισά μπισκότα, κάπως συνήλθαμε και ζωντανέψαμε. Άνοιξε το μάτι μας, ρε παιδί μου. Μας πλυμμήρισε ένα κύμα αισιοδοξίας. Αρχίσαμε να συζητάμε και να κάνουμε όνειρα με τα μάτια ανοιχτά.Και πόσα δεν είπαμε; Θεωρώντας δεδομένη την επιτυχία μας στις πανελλήνιες, φανταστήκαμε, πως θα περάσουμε στην ίδια πόλη, πως θα'μαστε και γαμώ τα φοιτητόπαιδα, πως θα πηγαίνουμε σε περίεργα μαγαζιά, πως θα πηγαίνουμε σε κουλτουριάρικες θεατρικές παραστάσεις που ούτε γάτα δεν μπαίνει κατά λάθος, πως θα γίνω θεατρίνα και εσύ σκηνοθέτης, πως δεν θα μπλεχτούμε με Εθνικό και ιστορίες, αλλά θα είμαστε του ελευθέρου θεάτρου εμείς και άλλα τέτοια. Αν ήταν κανείς εκεί κοντά και μας άκουγε θα έσκαγε στα γέλια, αλλά μπα, μόνοι μας είμαστε, για αυτό και μιλούσαμε με ιδιαίτερη άνεση.

Όταν, εν τέλει, ο ήλιος έκανε την απαστράπτουσα εμφάνιση του, εμείς βολτάραμε με άνεση, σε δρόμους που δεν είχαμε ποτέ ξαναπεράσει, καθ'ότι οι δικές μας γειτονιές βρίσκονται στην άλλη άκρη της πόλης. Επειδή, κρύωνα πολύ ακόμη, είχα κολλήσει πάνω σου και κρατούσα το χέρι σου. Σχολίασες, πως αν μας δει κανείς, σίγουρα για ζευγάρι θα μας περάσει και όχι για φίλους, έστω και κολλητούς. Μα, τι μας νοιάζει εμάς, οι άλλοι τι πιστεύουν; Εμείς έχουμε ο ένας τον άλλον και αυτό είναι σπουδαίο. Δεν είναι; Γελάσαμε χαιρέκακα, όταν σκεφτήκαμε πως η πλειονότητα των Ελλήνων, ξύπνησε, ήπιε καφέ και έκατσε μπροστά στο χαζοκούτι να παρακολουθήσει τον Αυτιά ή τον Παπαδάκη να λένε για το ΕΚΑΣ. Εμείς εκείνες τις στιγμές νιώθαμε ελεύθεροι. Ίσως και να ήμαστε όντως δηλαδή. Γιατί όχι; Είχαμε ο ένας τον άλλον και δύο σακίδια που περίειχαν τα απαραίτητα. Λίγα λεφτά, κλειδιά, μολύβι ματιών, κανά βιβλίο, τα γνωστά. Γυρίσαμε σαν αλήτες, με ξεκισμένα αθλητικά, πολλά μέρη της πόλης. Γελάσαμε πολύ, συζητήσαμε,τραγουδήσαμε και κάπου-κάπου δακρύσαμε γιατί μας πήρε το παράπονο πάλι. Ήταν όμορφα, γιατί κυρίως, καταφέραμε λίγο και ξεφύγαμε. Ξεφύγαμε από τα συννηρημένα, από τις ταλαντώσεις, από πρώην γκόμενους-γκόμενες, από τις μαλακίες τις γενικότερες. Κατά τις 9 φτάσαμε σχολείο αποκαμωμένοι μα χαρούμενοι και με τα πρόσωπα κατακκόκινα σαν παιδάκια μικρά. ''Τι κάνατε μες τα δασάκια;'' μας ρώτησε ένας του 15μελούς πονηρά. ''Σκοτώναμε τις ανασφάλειες μας'', είπες εσύ και εκείνη την ώρα σε κοίταξα, σαν να'βλεπα μπροστά μου τον Μεσσία.

Πόσο όμορφο, είναι, Γιώργο, να βλέπω δίπλα σε εσένα, τον ήλιο να ανατέλλει;

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Για τον πατέρα μου...

Πατέρα, μην ανησυχείς για εμένα πια και μη φοβάσαι. Το κοριτσάκι σου, η μοναχοκόρη σου, μεγάλωσε πια και σοβάρεψε. Δεν είμαι όπως στα δεκατέσσερα, έχω αλλάξει τόσο πολύ, ησύχασε. Δε βάφομαι τόσο έντονα, δεν ντύνομαι προκλητικά, μελετάω τώρα για το σχολείο, δεν είμαι πια τόσο αμόρφωτη, όσο στο παρελθόν, μπορώ πλέον να συζητάω. Για τις παρέες μου ανησυχείς όμως ακόμα πολύ, το ξέρω. Νομίζεις πως είναι ''κακά'' παιδιά. Μια χαρά παιδιά είναι, δεν σου λέω ψέμματα. Άνθρωποι είναι όμως και σαν όλους, έχουν και αυτοί τις μικρές τους εξαρτήσεις. Νικοτίνη, Αλκόολ, εντάξει, δεν πειράζει. Κάποιοι ενηλικιώθηκαν κιόλας, άλλοι είμαστε στο τσακ. Και εσύ τα ίδια έκανες στην ηλικία μας και χειρότερα. Το ξέρεις καλά, το ξέρω και εγώ.

Τρομάζεις που καμιά φορά φεύγω απ'το σπίτι και κάνω ώρες ολόκληρες να γυρίσω. Δεν έχω μπλέξει όμως, πατέρα. Δεν είμαι αλήτισσα. Καταπιεσμένη νιώθω, απλώς. Όχι από εσένα, ούτε και από την μάνα μου. Δεν φταίτε εσείς. Το άγχος μου φταίει και ο φόβος για το μέλλον. Που θα καταλήξω, πως θα πορευτώ, ξέρεις τώρα. Και εσένα θα σε βασάνισαν αυτά λίγο πριν τις αντίστοιχες πανελλήνιες που έδωσες. Μην τη φοβάσαι, λοιπόν, την νύχτα πατέρα, εγώ την αγαπάω. Και τους ανθρώπους της τους αγαπάω. Και ας είναι οι περισσότεροι παράξενοι και λίγο στην κοσμάρα τους. Με γνωρίζεις καλά, το ξέρω. Ξέρεις στο βάθος, πως δεν θα μπλέξω ούτε σε ναρκωτικά ούτε σε τίποτα τέτοιο. Ούτε τσιγάρο δεν έχω δοκιμάσει ρε πατέρα! Και αν με ενοχλήσει κανένας, θα τον αγνοήσω και θα προχωρήσω. Από άλλο έργο είναι αυτός, απ'άλλο εγώ. Αφού με ξέρεις, δεν με ξέρεις; Δεν προκαλώ ρε πατέρα. Και μη φωνάζεις για το διάβασμα. Διαβάζω, μα , ώρες-ώρες, πνίγομαι, τα παρατάω όλα και σηκώνομαι και φεύγω. Μα, θα τα καταφέρω. Στο υπόσχομαι.

Και αν ώρες-ώρες σας φωνάζω και ξεσπάω τα νεύρα μου σε εσάς, συγχωρέστε με ή προσπεράστε όσα λέω. Τα μισά δεν τα εννοώ, αλήθεια. Όμως, έχω και εγώ τα νεύρα μου, περνάω τη φάση μου και φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ. Και όσα λέω για ανεξαρτητοποίηση και ότι θα φύγω και δεν θα ξαναγυρίσω ποτέ πια, μην τα ακούτε. Ξέρετε πως δεν ισχύουν. Και εγώ το ξέρω. Το ξέρω πως ακόμα και όταν θα'χω τη δική μου ζωή, ίσως τη δική μου οικογένεια, εν πάση περιπτώσει, τη δική μου καθημερινότητα, πάντα θα μου λείπει το σπίτι μας, εσείς, η έγνοια στο βλέμμα σας, ένα χαμόγελο, η αγάπη σας. Γιατί, κακά τα ψέμματα. Τώρα γυρνάω στο σπίτι, υπάρχει ένα πιάτο φαί και για εμένα και ένας άνθρωπος να του μιλήσω, έτοιμος πάντα να ακούσει όσα έχω να του πω.

Και αν νιώθω μπερδεμένη, είναι για το αίσθημα ευθύνης που έχω απέναντι σας, απέναντι σου πατέρα. Κάνατε ήδη πολλά για εμένα. Με μεγαλώσατε όσο καλύτερα μπορούσατε, με διαπαιδαγωγήσατε, κάνατε ό,τι καλύτερο μπορούσατε για την μόρφωση μου και κυρίως μ'αγαπήσατε. Δεν θέλω να εξαρτώμαι όμως , μια ζωή, από εσάς. Κυρίως οικονομικά, λιγότερο συναισθηματικά. Δεν γουστάρω να φτάσω 30 χρονών και να μην έχω βρει μια δουλειά που να με συντηρεί. Δεν θέλω να μου πληρώνεις το ενοίκιο, τους λογαριασμούς, δεν γουστάρω, ρε πατέρα, στην τελική, να τα περιμένω όλα από εσένα. Και μην ανησυχείς για το επάγγελμα που θα ασκήσω. Είτε νομικό θα'ναι είτε θεατρικό, να μην σε νοιάζει εσένα. Να'μαι ευτυχισμένη, δεν θες εσύ; Αυτό θα προσπαθήσω, πατέρα.

Τώρα...θέατρο ή δικαστήρια; Δεν ξέρω που θα τα καταφέρω. Εγώ θα τα παλέψω και τα δύο και ό,τι κάτσει στο κάτω-κάτω της γραφής, καθ'ότι η ζωή, γνωστή μπαμπέσα. Ίσως, δηλαδή, καταλήξω, να δουλέψω και σε κάτι που δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να το φανταστώ. Ξέρω πως η ζωή δεν είναι παίξε-γέλασε, πατέρα και ας πιστεύεις εσύ, πως ζω βυθισμένη στα καλλιτεχνικά μου όνειρα. Δεν ονειροβατώ εγώ, άλλοι το κάνουν αυτό. Και σε καλό δεν θα τους βγει, το ξέρω καλά. Ξέρω ακόμη, πως θα παιδευτώ, θα δυσκολευτώ, για να πετύχω κάτι το ελάχιστο.Μα, είμαι έτοιμη για αυτό. Εσύ με προετοίμασες άλλωστε, για αυτό, από πολύ μικρή. Είμαι νέα, έξυπνη και θέλω πάση θυσία να πετύχω σε κάτι. Και ώρες-ώρες γίνομαι αδίστακτη μπροστά σε όσα θέλω να κατακτήσω. Για αυτό μην με φοβάσαι, δεν χάνομαι εγώ.

Ένα πράγμα, θέλω εξ αρχής να σου πω. Να, απλώς, του χρόνου, λογικά, θα φύγω από το σπίτι και ευχαριστώ δεν θα σου'χω πει. Και δεν ξέρω αν θα καταφέρω ποτέ να σου το πω. Σ'ευχαριστώ, πατέρα. Σ'ευχαριστώ γιατί χάρη σε εσένα έμαθα τα ωραία ακούσματα, έμαθα την ποίηση, έμαθα να αγαπάω τη λογοτεχνία, έμαθα να'χω αξίες και ηθική. Μόνο το θέατρο το'μαθα μονάχη μου. Και όλο απορείς με την μάνα μου, πως έγινε και βγήκα έτσι του καλλιτεχνικού εγώ, αντί να γίνω , για παράδειγμα, γιατρός σαν εσένα. Μπορεί να μοιάζουμε, αλλά ίδιοι δεν είμαστε, να γιατί. Θα προσπαθήσω όμως να μην σε απαγοητεύσω και να μην σε κάνω ποτέ να ντραπείς για εμένα. Δεν θα προσπαθήσω να'μαι η καλή κόρη, μα θα προσπαθήσω να'μαι πάντα η Δανάη. Ξέρεις ποια Δανάη. Του σπιτιού, χωρίς μάσκες, χωρίς όρια, αυτή η Δανάη. Και αν γίνω σαν αυτούς που εσύ δεν συμπαθείς, μην στεναχωρηθείς. Παιδί σου θα'μαι πάντα και θα σε πονάω.

Σ'αγαπάω, μπαμπά και ας μην σου το είπα ποτέ...
Να με προσέχεις, ε;

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Ας μιλήσουμε γενικά...

Στην ανάρτηση αυτή θα μιλήσω γενικά και αόριστα, για θέματα διάφορα. Ίσως σας φανεί πως το ένα θέμα, δεν έχει σχέση με το άλλό, ωστόσο , κατ εμέ, υπάρχει ανάμεσα τους ένας άρρηκτος δεσμός. Ξεκινάμε.

Μικρότερη, όταν ήμουν, είχα την πεποίθηση, πως έπρεπε να είμαι ευγνώμων απέναντι σε όποια Ανώτερη Οντότητα συνέβαλε στο να γεννηθώ εγώ. Με θεωρούσα τυχερή που είχα την ανέλπιστη τύχη να μετέχω και εγώ σε αυτό το ''θαύμα'' της ζωής.Διατυμπάνισα πολλές φορές σε εκατοντάδες άτομα, το γνωστό moto ''Να βλέπεις το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο''. Συνιστούσα αισιοδοξία και χαμόγελο απέναντι σε οποιαδήποτε πουστιά σου κάνει η ζωή. Με τις ουτοπικές μου θεωρίες , εκνεύρισα πολλούς, μα γοήτευσα και άλλους τόσους. Κάποια στιγμή αισθάνθηκα γελοία. Νόμισα πως κορόιδευσα, κόσμο αθώο και ανθρώπους που αγαπώ ή έστω εκτιμώ. Ένιωσα τόσο ηλίθια, όσο ηλίθιος , θα έπρεπε κανονικά να νιώσει και ο Coelho με την άποψη του : ''Όταν θέλεις κάτι πολύ, ολόκληρο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις''.

Η προσωπική μου αλήθεια, είναι μία και είναι πικρή. Τους τρόπους, με τους οποίους, εγώ παρότρυνα τους άλλους να αντιμετωπίζουν τις δύσκολες καταστάσεις, σπανίως τους ακολούθησα. Δεν αντιμετώπισα με αισιοδοξία κανένα χωρισμό, κανένα θάνατο, καμιά διαλυμένη φιλία. Πολλές φορές, ωστόσο, προσπάθησα να φανώ άνετη ή δυνατή μπροστά σε δύσκολες καταστάσεις και ακριβώς την προσπάθεια αυτή, την ονόμασα ''αισιοδοξία''. Πώς να'σαι αισιόδοξος όμως, όταν μηδενίζουν όσα νιώθεις, όταν χάνεις κάποιον που αγαπάς, όταν σε βαραίνουν οι τύψεις για κάποια σου ανοησία; Δεν γίνεται εκ των πραγμάτων, δηλαδή. Πράγματι, πολλές φορές πάντως, φάνηκα υπερβολικά άνετη με κάτι πολύ άσχημο που μου'χει συμβεί. Μα, ήταν δήθεν. Γιατί, όταν τα φώτα έσβηναν, όταν βρισκόμουν αντιμέτωπη με τη Δανάη, την αμακιγιάριστη, την απρόστατευτη, που δεν ήταν πια η ψυχή της παρέας, αλλά μια σκιά του φοβισμένου και ταλαιπωρημένου εαυτού της, τότε ο πόνος με κυρίευε. Η δική μου αισιοδοξία, εν τέλει, ήταν μια κατάσταση , που το μυαλό πετυχημένα έπλασε. Σαν ναρκωτικό, που μουδιάζει ένα κορμί και έτσι δεν πονάει. Ή τουλάχιστον , όχι όσο θα πονούσε χωρίς αυτό.

Η ζωή δεν είναι ωραία. Να το'χεις αυτό κατά νου. Ούτε όμορφη είναι, ούτε τίμια, ούτε δίκαιη, ούτε καλή. Και όσα μας είπαν οι γονείς, για έρωτα, για ανθρώπους καλούς, για χρώματα και μυρωδιές, όλα μπούρδες είναι. Μη σε ξεγελάει, αν σου φέρεται πότε-πότε καλά και σου χαρίζει ένα μήνα δήθεν ευτυχίας. Θα'ρθει η ώρα να σου κάνει την πουστιά και θα'ναι χειρότερη απ'ότι θα μπορούσες να φανταστείς. Γι'αυτο φέρσου της σκληρά, μην της παραδοθείς. Δεν χαρίζεται αυτή, μονάχα κατακτιέται καμιά φορά. Αν παραδοθείς θα το χάσεις το παιχνίδι, μα θα χαθείς και εσύ μαζί με αυτό. Τώρα, θα ξεφύγω λίγο, μα δε βαριέσαι. Μην κάνεις στα παιδιά σου, αυτό που έκαναν οι γονείς οι δικοί μας σε εμάς. Να τους εξηγήσεις πως έχει η ζωή, να τους ζωγραφίσεις ένα πανέμορφο τοπίο και να γράψεις από πάνω με ένα μαύρο μαρκαδόρο ''Ξόφλησε!''. Φτάνουν πια τα όμορφα ψέμματα. Φτάνει!

Ο Ρίτσος έγραψε πως ο καθένας πορεύεται μονάχος στο θάνατο, στη δόξα και στον έρωτα. Μα και στη ζωή, μονάχος σου πορεύεσαι, εγώ αυτό βλέπω ως τώρα που'χω ζήσει. Μόνος, κοίτα, να τα κατακτήσεις όλα. Στις δικές σου δυνάμεις στηρίξου, μην δεχτείς κανενός το κέρασμα. Μη βάζεις όρια, πάντα να αποσκοπείς στο τελειότερο. Και αν βρεθείς, καμιά φορά στη λάσπη, τι πειράζει; Μονάχα μη ξεχάσεις πως κάποια στιγμή θα πρέπει να ανασυρθείς και από εκεί. Να εξηγήσω, πως δεν παριστάνω τη δασκάλα σε κανέναν. Και όσα γράφω, πρωτίστως για εμένα τα γράφω.

Δεν είμαι δυστυχισμένη, άλλωστε, τώρα την ξέρω την αλήθεια, την δική μου. Δεκαεπτά χρονών είμαι, μη σκεφτεί κανείς πως έχω ζήσει πολλά ή τόσο πια μεγάλης σημασίας. Μα, όλο και κάτι θα'χω βιώσει εγώ. Περπατώ στο δρόμο και νιώθω τις επιλογές, τα λάθη, τα θέλω, τις υποχρεώσεις μου να με βαραίνουν. Ουρλιάζει, μέσα μου, μια φωνή. Θέλω να ζήσω, να πονέσω, να μάθω. Μα, φοβάμαι κιόλας. Τι θα γίνει αν με υποτάξουν; Τι θα γίνει αν μπλεχτώ σε ηλίθιες καταστάσεις και δεν έχω το θάρρος να πω ένα ''γεια'' και να τραβήξω το δρόμο μου; Τι θα γίνει, αν καταντήσω σαν αυτούς που τώρα κοροιδεύω; Κοιτάζω τον ήλιο, που άλλοτε μου φαινόταν πηγή χαράς και αισιοδοξίας. ''Μαλακίες'', ψιθυρίζω και συνεχίζω το δρόμο μου....


Υ.Γ Μια Κατερίνα, επιμόνως, αναιρούσε κάποτε , ένα-ένα τα επιχειρήματα μου για το πόσο όμορφη είναι η ζωή. Προφανώς, το νόημα, το'χε πιάσει νωρίτερα από εμένα.

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Αυτός ο Θίασος απόψε θα καεί...

...και στον έξωστη θα γελά η γαλάρια...

Κάναμε δειλά την εμφάνιση μας πριν από τρία χρόνια περίπου. Η τότε δομή του θιάσου, ουδεμία σχέση έχει με την τωρινή. Άλλοι άνθρωποι, άλλα έργα, άλλη ποιότητα, άλλη εμπειρία. Τότε, στην αρχή, το'χαμε πάρει στην πλάκα. Με είχαν διαλέξει για πρωταγωνίστρια δυο συμμαθητές. Αυτοί τότε Γ'λυκείου, εγώ Α'. Ο Αλέξης, -ο πρώτος μας σκηνοθέτης- και ο Θοδωρής -ο συμπρωταγωνιστής μου-. Διαλέξαμε ένα θεατρικό του Σακελλάριου, που είχε γίνει ελληνική ταινία με μεγάλη επιτυχία. Και ξεκινήσαμε να το ετοιμάζουμε χωρίς πείρα. Στα τυφλά πηγαίναμε, βοήθεια δεν είχαμε από κανέναν. Το σχολείο μας, άλλωστε, δεν ήταν ποτέ καλλιτεχνικό. Πάντοτε ήταν δημόσιο. Και πάντα θα'ναι δημόσιο. Με όλη την άχαρη σημασία που'χει αυτός ο όρος.

Παρ'όλες τις αντιξοότητες, εμείς τα καταφέραμε. Σφίξαμε τα δόντια, ξενυχτήσαμε, δημιουργήσαμε, φοβηθήκαμε, αγχωθήκαμε, μα πετύχαμε. Μα, η χρονιά τελείωσε. Οι άλλοι, -ο Θοδωρής και ο Αλέξης- έφυγαν. Και έμεινα εγώ μονάχη. Και μου έλειπαν και ακόμη ώρες-ώρες τους σκέφτομαι. Αν και με τον Αλέξη ποτέ δεν είχα καλές σχέσεις. Σκοτωνόμασταν καθημερινά και ο Θοδωρής επί ματαίω επέμενε να μας χωρίζει. Εν πάση περιπτώσει, σ'αυτά θα αναφερθώ ξανά. Είτε σ'αυτή την ανάρτηση, είτε σε κάποια επόμενη, δεν ξέρω.

Ο θίασος αναδιοργανώθηκε. Ο Γιώργος, που ήταν βοηθός σκηνοθέτη στον παλιό θίασο, προάχθηκε σε σκηνοθέτη. Ο Ανδρέας και ο Στέφανος ήρθαν για να μείνουν σαν βασικοί ηθοποιοί. Ο Άκης,η Στέλλα, που αργότερα έφυγε, η Αλίκη,που ήρθε για να πάρει τη θέση της, η Κατερίνα, κάποια στιγμή ο Θοδωρής που ξαναγύρισε για μια μόνο παράσταση και άλλοι πολλοί που ήρθαν και πέρασαν, μα μερικοί ούτε κάν ακούμπησαν. Οι πιο σημαντικοί όμως σε ένα θίασο, είναι ίσως οι τεχνικοί. Για μένα αυτό σημαίνει...Σταμάτης, Άλκης,Πάρης,Βασίλης,Ναταλία,Γιάννης. Κυρίως αυτοί. Και δεν ξεχνάω τον Αντώνη, το τελευταίο πολύτιμο απόκτημα του ταλαιπωρημένου μας θιάσου.

Ανεβάσαμε αρκέτα έργα και όλα μα όλα είχαν επιτυχία. ''Επτά Χρόνια Γάμου'', ''Irma La Douce'' (''Γλυκειά Ίρμα''), ''Χτυποκάρδια Στο Θρανίο'', ''Το Θέατρο του Παραλόγου''. Και όλα μόνοι μας τα καταφέραμε. Μαζί φτιάξαμε τα σκηνικά, μαζί βρήκαμε τα ρούχα, μαζί σκηνοθετήσαμε την παράσταση, μαζί ρυθμίσαμε τα φώτα και τον ήχο, όλοι μαζί παίξαμε. Γιατί όλοι δημιουργούν στο θέατρο. Απλώς, μερικοί είναι οι περιβόητοι ''αφανείς ήρωες'' όπως τους αποκαλώ. Και αυτοί, είναι βέβαια, οι τεχνικοί και -συνήθως- ο σκηνοθέτης. Βέβαια, μας έμειναν όνειρα ανεκπλήρωτα. Γουστάραμε να ανεβάσουμε και πιο δύσκολα έργα. Για την ''Αντιγόνη'' συζητούσαμε μια εποχή, ύστερα για τη ''Λυσσασμένη Γάτα'' και πιο μετά για τη ''Δεσποινίς Τζούλια''. Ναι, μάλιστα. Σχολικός θίασος συζητούσε να ανεβάσει Στριντμπεργκ. Συζητήσεις που θάφτηκαν γρήγορα και δεν βγήκαν ξανά στο φως. Μα, μας έμειναν τα ανεκπλήρωτα ''θέλω''. Και τώρα, που ο θίασος έχει μισοδιαλυθεί, ώρες-ώρες,όταν συζητάμε στα μουλωχτά, λέμε : ''Α, ρε και να ανεβάζαμε τότε το έργο που λέγαμε...''

Με το θίασο αυτό πέρασα τρία χρόνια, δύσκολα, παράξενα. Χρόνια καθοριστικά για διάφορους τομείς της ζωής μου. Γιατί αυτό που είμαι σήμερα, το οφείλω σε γεγονότα που συνέβησαν στο διάστημα εκείνο. Με τα παιδιά αυτά, ήμασταν και είμαστε ακόμη και τώρα σαν μια δεμένη οικογένεια, όχι σαν ομάδα ή σαν γροθιά, μα σαν οικογένεια. Πικρίες, ανησυχίες, απογοητεύσεις, χαρές, ενθουσιασμούς, τα μοιραστήκαμε όλα, τα συζητήσαμε, τα λύσαμε. Πάντα υπάρχει κάποιος στο μέρος όπου κάνουμε πρόβες, που σε κάνει να γελάς, που σκουπίζει τα δάκρυα σου, που σε ακούει με προσοχή, που σε τσαντίζει, που σε φλερτάρει, που σε αφυπνίζει. Συνέβησαν και παράξενες καταστάσεις μεταξύ μας. Έρωτες, χωρισμοί, κόντρες, φιλίες. Μα, αναποφεύκτα, δεθήκαμε μεταξύ μας. Πώς να μην δεθείς με κάποιον που περνάς την μίση μέρα σου μαζί του; Πώς να μην αγαπήσεις κάποιον με τον οποίο δημιουργείς, μαθαίνεις, αγωνιείς;

Αν με ρωτήσει κάποιος ποιες σκηνές μου έρχονται πρώτες κατά νου όταν σκέφτομαι το θίασο μας, είναι αλήθεια πολλές. Να μαλώνω, καταρχήν, με τον Αλέξη, για τα ρούχα, για το μακιγιάζ, για τον τρόπο με τον οποίο θα παίξω σε συγκεκριμένες σκηνές. Αργότερα, λίγο πριν την πρώτη μας πρεμιέρα, στα σκοτεινά παρασκήνια, με τον Θοδωρή στο πλάι μου να τρέμει και με πρόσωπο χλωμό από το άγχος. Αργότερα, μετά την αναδιοργάνωση, στο χώρο όπου ντυνόμασταν και βαφόμασταν, στην ''Αίθουσα : Πάστωμα'' όπως το αποκαλούμε, θυμάμαι την Ναταλία να κουβαλάει σε μια παλιά μαύρη τσάντα, πούδρες, ρουζ , μπλε σκιές και κόκκινα κραγιόνια και το Βασίλη με μια μεζούρα στο χέρι να φωνάζει, επειδή ψηλώσαμε, κοντύναμε, παχύναμε, αδυνατίσαμε και τα ρούχα θέλουν συνεχώς διορθώσεις.

Τον Σταμάτη με τον Άλκη στα φώτα, με μπύρες σε ένα τραπέζι δίπλα τους τις ώρες των παραστάσεων και με ένα τάβλι λίγο παραπέρα. Στις πρόβες, να βρίζομαι με τον Σταμάτη για το φωτισμό και ο Άλκης να κρατάει μια αντικειμενική στάση. Έπειτα, το λιγομίλητο Ανδρέα να γίνεται τύφλα λίγο πριν τις πρεμιέρες, να μουρμουρίζει προτού βγει ''Δεν θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη'', να διατηρεί τις καλύτερες σχέσεις με όλους. Το Στέφανο, θυμάμαι ακόμη, να ''ζωγραφίζει'' στους αυτοσχεδιασμούς, να τρέχει πάνω-κάτω πριν από την πρεμιέρα και να μουτζώνει τον Ανδρέα για καλή τύχη. Την Κατερίνα με το ανεκδιήγητο ντύσιμό της, τα μωβ της ξεσκισμένα all-star, τα πορτοκαλί βραχιόλια στα χέρια και την μπλε σκιά στα μάτια, να σχολιάζει και να ειρωνεύεται τους πάντες χωρίς να επιχειρεί να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής. Το Γιάννη, να τρέχει κάθε φορά να ανεβάσει την αυλαία και να φωνάζει σε όποιον βλέπει ''Σκατά, Σκατά, Σκατά!!'', όπως λένε οι θεατράνθρωποι, αντί για ''Καλή Επιτυχία''. Την Αλίκη,αυτή την όχι και τόσο ταλαντούχα κοπέλα, να γελάει, να κάνει νάζια, να βάζει συνεχώς mascara και να προσπαθεί να γίνει το επίκεντρο της προσοχής με όλα τα ''Βουγιουκλακίστικα'' μέσα. Τέλος, τον Γιώργο, τον σκηνοθέτη μας, να βρίζει τους πάντες πριν από τις πρεμιέρες και μόνο σε εμένα να δίνει πότε-πότε ένα φιλί στο μάγουλο, για να με κάνει κάπως να συνέλθω.

Τι μένει, εν τέλει, ύστερα από τρία χρόνια; Οι αναμνήσεις, φυσικά, οι όμορφες στιγμές και οι άσχημες και τα τοιαύτα. Πιθανόν, μετά τα Χριστούγεννα να σταματήσει η λειτουργία του θιάσου αυτού οριστικά, προκειμένου να επικεντρωθούμε στις πανελλήνιες και στους όποιους στόχους μας.Εγώ, ίσως ακολουθήσω και στη συνέχεια, το δρόμο του θεάτρου. Μα, ξέρω, ειλικρινά το λέω, πως κανένας θίασος, δεν είναι και δεν θα'ναι σαν τον δικό μας.

Γελάω πικρά όταν θυμάμαι το Γιώργο να λέει ''Είναι καταραμένα όντα και μυστήρια αυτοί οι θεατρίνοι...''. Το παγωμένο φουαγιέ λίγο πριν την πρεμιέρα, οι ανελέτητες παραστάσεις, το συναισθηματικό ξεγύμνωμα, οι ροζ ζελατίνες των προβολέων, οι ειρωνείες και οι παροτρύνσεις από τους ''μάγκες'' του εξώστη, η ήττα της φαντασίας μας...
Πόσα, αλήθεια, δεν υποφέραμε μαζί;
Και αν επιβιώσαμε σαν θίασος, κυρίως ο ένας στον άλλο το χρωστάμε.
Επιζήσαμε, απλώς, χειροκροτώντας ασταμάτητα ο ένας τον άλλον...

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Μα, τι είστε εσείς οι σκηνοθέτες...

Ίσως τώρα να μη το θυμάσαι, να το'χεις θάψει μέσα σου, μα στο'χα πει. Σου είχα πει πως θα μείνω για πάντα εδώ. Είχα δώσει όρκο σε ένα δικό μου -μας- Θεό. Σου είχα υποσχεθεί πως θα σε στηρίζω,θα σε κατανοώ, θα σε ακούω, θα σε αγαπάω για αυτό που είσαι. Ο δεσμός που μας συνδέει, είναι για εμένα, πιο στενός από εκείνους του αίματος. Είμαστε φίλοι. Ναι, τώρα μπορώ και το λέω με σιγουριά. Βρεθήκαμε πριν ένα χρόνο και κάτι μήνες. Ο καιρός είναι λίγος σχετικά, για αυτό και φοβάμαι -ακόμη- να ξεστομίζω λόγια μεγάλα και ανούσια -πολλές φορές-. Όταν πρωτοαρχίσαμε να κρατάμε συντροφιά ο ένας στον άλλον, με είχες ρωτήσει κάποια στιγμή, αν τώρα είμαστε φίλοι. Σου είχα πει χαριτολογώντας πως θα πρέπει να περάσουν πέντε ή έξι χρόνια, ώστε να'χουμε ζήσει πράγματα μαζί και να διαπιστώσουμε κατά αυτό το τρόπο αν είμαστε ο ένας για τον άλλο.

Τώρα όμως, να, με άνεση σε αποκαλώ φίλο. Και όχι μόνο φίλο ή κολλητό. Σε λέω αδερφό. Χωρίς εισαγωγικά, χωρίς σπόντες. Ίσως, να αναρωτιέσαι, τι άλλαξε και δεν περίμενα να περάσει ένα Χ μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως έλεγα. Δεν αλλάξε τίποτα, αλήθεια. Απλώς και οι δυο τον περασμένο χρόνο βιώσαμε κατάστασεις πολύ δυνατές και δύσκολες, που άλλοι άνθρωποι δεν τις ζουν ούτε μέσα σε δέκα χρόνια. Αυτό είναι ''όλο''. Η σχέση μας , ρε παιδί μου, δοκιμάστηκε. Στις άσχημες στιγμές δεν έφυγες στιγμή από δίπλα μου. Δεν μ'άφησες να φοβηθώ ή να τρομάξω με κάποια περίεργη κατάσταση. Γιατί ήσουν εδώ, με κρατούσες από το χέρι και με οδηγούσες με ασφάλεια μέσα από δρόμους που ούτε εσύ τους ήξερες, μα ούτε και εγώ. Απλώς, ήμασταν δύο. Ήμασταν μαζί. Και έτσι γίνεται ως τώρα. Σώζουμε ο ένας τον άλλον από κινδύνους, που καλά-καλά δεν συνειδητοποιούμε περί τίνος πρόκειται.

Σ'αγαπώ,λοιπόν. Και μπορώ να σου το πω πια χωρίς να νιώθω ντροπή, χωρίς ίχνος εγωπάθειας. Έχω τη δύναμη, μάλιστα, να σου το λέω στα ελληνικά και όχι στα αγγλικά για να ακουστεί ίσως πιο ελαφρό και ασήμαντο. Δεν θέλω να φανεί ασήμαντο, γιατί δεν είναι στο κάτω-κάτω. Είσαι ενα από τα σημαντικότερα άτομα που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στη ζωή μου. Μπορεί και το σημαντικότερο. Και σ'αγαπώ όπως είσαι, χωρίς να θέλω να αλλάξεις, χωρίς να επιθυμώ να ελέγξεις κάτι στον εαυτό σου. Σε γουστάρω όπως είσαι και έτσι θέλω να μείνεις. Γιατί εγώ έτσι σε γνώρισα και έτσι σ'αγάπησα. Νευρικό, μυστήριο, πολυλογά, αθυρρόστομο, εγωιστή, έξυπνο, γκρινιάρη. Πάνω-κάτω ταιριάζουμε σε πολλά. Και ας λένε πως δεν έχουμε καμία σχέση μεταξύ μας και ας απορούν για το πως σε αντέχω και για το πως με τιθασεύεις. Εμείς ξέρουμε καλύτερα τι τρέχει με εμάς. Πολύ καλύτερα.

Καταφέραμε και ξεπεράσαμε δύσκολες καταστάσεις και το χαίρομαι πραγματικά. Και οι δύο ήμαστε σε δύσκολες σχέσεις μπλεγμένοι και όμως καταφέραμε και ξεμπερδέψαμε. Πονέσαμε βέβαια και ίσως πονάμε ακόμη και οι δυο. Μα, τι να κάνεις; Αυτή είναι η ζωή. Μεγάλη πουτάνα, το λες και εσύ. Μα, όσο και αν λυγίζουμε, όσο και αν μερικά πράγματα δεν τα υποφέρουμε, έχουμε ο ένας τον άλλον και έτσι αντλούμε τη δύναμη για να ξανασταθούμε στα πόδια μας. Και ανάμεσα μας υπάρχει ένας κοινός κώδικας επικοινωνίας, το'χεις καταλάβει, είμαι σίγουρη.Με ένα βλέμμα συνεννοούμαστε, γελάμε με τα ίδια πράγματα, αν και άλλοι πολλές φορές δεν τα καταλαβαίνουν,έχουμε και οι δύο όνειρα μεγαλόπρεπα, που ταιριάζουν απόλυτα στις προσωπικότητές μας. Γιατί πώς να το κάνουμε; Είμαστε ξεχωριστοί ρε φίλε.

Δεν ανησυχώ για εσένα. Και ας κάνεις μαλακίες. Το ξέρεις ότι τις κάνεις. Καπνίζεις πολύ λόγω του άγχους και ώρες-ώρες πίνεις αρκετά και γκαζώνεις πάνω στο ταλαίπωρο το μηχανάκι σου. Μα, δεν φοβάμαι.Νιώθω πως έχεις γεννηθεί για να κάνεις πράγματα σπουδαία. Δεν ξέρω αν αυτά αφορούν το θέατρο ή μάλλον τη σκηνοθεσία που αγαπάς πολύ ή κάποιον άλλο -άσχετο- κλάδο. Μα, το αισθάνομαι, πως εσύ έχεις γεννηθεί για άλλες καταστάσεις, πώς να σου το πω; Φλου πράγματα. Μου'χεις πει πως μερικές φορές νιώθεις σαν να'σαι ξένος σ'αυτή την πόλη, σαν να'σαι παράταιρος. Έτσι αισθάνομαι και εγώ και το ξέρεις καλά. Ίσως για αυτό να κολλήσαμε έτσι απρόσμενα, έτσι παράξενα. Σαν δυο ξένοι βρεθήκαμε σε μια πόλη που δεν μας αγαπάει και πολύ και κρατηθήκαμε ο ένας από τον άλλο για να μη βρεθούμε στο γκρεμό.

Σου το ξαναλέω όμως, δεν νιώθω αμηχανία.Τόση ώρα φλυαρώ ακατάπαυστα και τα πιο ουσιώδη ακόμα δεν σου τα έχω εκμυστηρευτεί. Απλώς, ήθελα όλα αυτά να τα πω, να μην τα κρατήσω άλλο μέσα μου. Το σημαντικότερο δεν είναι η αγάπη που νιώθω για σένα, μα η ευγνωμοσύνη. Σε ευχαριστώ, αλήθεια. Αν μπορούσα, θα σου το φωνάζα όλη μέρα και όλη νύχτα, δεν θα σε άφηνα να ησυχάσεις. Αν δεν ήσουν εδώ, θα είχα χαθεί με τα λάθη που'χω κάνει και με τους ανθρώπους που'χω μπλέξει. Εσύ είσαι πάντα εδώ και με κρατάς γερά και μου λες ''Μην πέσεις''. Και ακόμα και όταν δεν σε ακούω με κρατάς με όλη σου τη δύναμη και με προστατεύεις. Έχεις την επιμονή να συζητάς μαζί μου πολλές ώρες και να προσπαθείς να διαλύεις τις απογοητεύσεις μου και τις όποιες αμφιβολίες μου. Γι'αυτό, λοιπόν, δεν είσαι μόνο φίλος. Είσαι αδερφός κυρίως, πατέρας, σύντροφος. Και πάνω απ'όλα είσαι άνθρωπος. Και ξέρεις κάτι; Αυτό έχει σημασία.

Θέλω να είσαι για πάντα εδώ, με όποιο τρόπο μπορείς και θέλεις. Θέλω να συνεχισούμε να περνάμε μαζί τα ατέλειωτα Σαββατόβραδα. Να'μαστε καθισμένοι σε σκαλοπάτια, να με έχεις αγκαλιά, να μου μιλάς και εγώ να σου τραγουδάω, το τραγούδι που σ'αρέσει να ακούς από εμένα, το ''Έλα πάρε μου την λύπη''.

Αχ, ρε Γιώργο....
Να'ξερες πόσο με τρελαίνεις όταν μου λες πριν από κάθε πρεμιέρα, ''Μα, τι είστε εσείς οι θεατρίνες...''. Να'ξερες μόνο.
''Τα γαρύφαλλα σου μέτρα, σ'αγαπώ όσο κανείς...''
Αυτό να το θυμάσαι, γιατί όταν σου το τραγουδάω το εννοώ.