Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Η δικιά μας η γενιά...

Είμαστε μια γενιά αδικημένη, μια μίζερη γενιά.
Η γενιά των αντικαθλιπτικών, του facebook, της ματαιοδοξίας.
Γεννηθήκαμε λάθος ώρα, θα πεθάνουμε όταν θα'ναι αργά.
Σκοτώσανε βίαια τις ελπίδες μας.
Μια φορά, είχαμε το δικαίωμα να ονειρευόμαστε, να δημιουργούμε την ουτοπία μας.
Τώρα, αρχίδια.
Μα, είμαστε νέοι, γαμώτο.
Και έχουμε όρεξη να αγαπήσουμε, να δημιουργήσουμε, να μάθουμε,να σώσουμε.
Γιατί μας δέσατε με επιχρυσωμένες αλυσίδες;
Γιατί σ'αυτή την ταλαίπωρη Ελλάδα, ο καθένας κάνει ό,τι θέλει μονάχα για την πάρτη του;
Δε φταίνε οι γονείς, ρε φίλε.
Μήπως και αυτοί θύματα δεν υπήρξανε;
Αλλα, ο αδικημένος δεν έχει μάθει να κατανοεί τους άλλους.
Έχει μάθει να αμύνεται μονάχα, να ξεσπάει.
Όλα αυτά γέννησαν και τη βία και την αναρχία και την ασέβεια.
Δεν αγαπήσαμε αυτή την χώρα, γιατί ουσιαστικά και αυτή δεν έδειξε να μας αγαπάει.
Μονάχα να μας απογοητεύει ξέρει και να μας διώχνει.
Και πόσο μας απογοήτευσε και η προηγούμενη γενιά!
Μας θεωρεί, μια γενιά κακομαθημένη,άχρηστη,ανώριμη και αμόρφωτη.
Ποτέ δε σκέφτηκαν οι μεγαλύτεροι το δικό τους ρόλο, τις δικές τους ευθύνες.
Μονάχα, κουνούν το κεφάλι με συμπόνια και μας λυπούνται.
Εγώ όμως περισσότερο λυπάμαι αυτούς.
Γιατί αυτοί δεν ήξεραν.
Εμείς ξέρουμε.
Γιατί αυτοί σπατάλησαν μια ζωή με το να είναι θύματα.
Και μερικοί ούτε που το καταλάβανε ακόμα.
Τουλάχιστον, εμείς ''κάπως'' παλεύουμε για ''κάτι''.
Και είναι στο χέρι μας να ανατινάξουμε τα δεδομένα.
Δεν είμαι θρήσκα, μα το ''Οργή Λαού, Φωνή Θεού'', στέκει!
Η τράπουλα της ζωής είναι δική μας.
Και εμείς θα αποφασίσουμε αν θα παίξουμε, παιχνίδι στημένο, με αποτέλεσμα γνωστό
ή
αν θα παίξουμε τίμια και όπου μας βγάλει!
Το θέμα είναι να μη σκύβουμε το κεφάλι, να μη λέμε σε όλα ναι,
να μη γίνουμε σαν τις μανάδες και τους πατεράδες μας.
Να μη κρυβόμαστε πίσω από κουκούλες,
να ξέρουμε να διεκδικούμε και να αγωνιζόμαστε.
Δεν είμαι αναρχική, μα είναι νέα.
Και οι νέοι δεν επαναπαύτηκαν ποτέ.
Δεν ενδιάφερομαι μόνο για τον εαυτό μου.
Νοιάζομαι για όλους μας, πονάω για όλους μας!
Να δείξουμε τι αξίζουμε και τι έχουμε μάθει.
Όχι από τα σχολεία, μα από τη ζωή!
Δύσκολες μέρες θα'ρθουνε, ναι.
Μα, εμένα δεν με τρομάζει αυτό.
Η χώρα τούτη έχει περάσει και χειρότερα και άντεξε.
Το θέμα δεν είναι να σωθούμε εμείς,
μα να σωθούνε και οι επόμενες γενιές.
Γιατί σε εμάς περνάει πλέον η ευθύνη.
Μη γίνουμε θύματα και εμείς!
Τουλάχιστον εγώ, θα προσπαθήσω να μη γίνω.






Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Δε θέλω...

Δε θέλω να μου λες πως μ'αγαπάς.
Θέλω να μιλάμε με τα μάτια και μονάχα έτσι να λέμε τι νιώθουμε.
Δε θέλω να θες να'ρχεσαι σε εμένα για να με πηδήξεις.
Θέλω να'ρχεσαι για να μου μιλήσεις!
Δε θέλω όποτε μαλώνουμε να με βρίζεις.
Θέλω να με αποστομώνεις με επιχείρηματα!
Δε θέλω να μην κοιτάζεις άλλες γυναίκες.
Μα, θέλω να λες πως είμαι καλύτερη απ'όλες αυτές!
Δε θέλω να γίνεσαι τύφλα όποτε μαλώνουμε.
Θέλω να μιλάμε και να γινόμαστε τύφλα μαζί!
Δε θέλω να μου λες ''για πάντα''.
Θέλω να μου λες ''έλα να ζήσουμε το τώρα''!
Δε θέλω να κοιμάσαι όποτε έρχεσαι σπίτι μου.
Θέλω να ξενυχτάμε αγκαλιά!
Δε θέλω να το βάζεις κάτω στα δύσκολα.
Θέλω τότε να με έχεις δίπλα σου!
Δε θέλω να με ζηλεύεις.
Θέλω να ξέρεις πως σε έχω πολύ ψηλά!
Όποτε μαλώνουμε δε θέλω να μου λες ''Τελειώσαμε''.
Θέλω να μου λες ''Εγώ θα'μαι εδώ για σένα''!
Δε θέλω να'σαι γκόμενος.
Θέλω να'σαι σύντροφος,φίλος και αδερφός!
Δε θέλω να στεναχωριέσαι όταν σου μιλάω άσχημα.
Θέλω να μου ρίχνεις δυο χαστούκια να συνέρχομαι!
Δε θέλω να κλαις όταν δεν είσαι καλά.
Θέλω να κλαίμε μαζί!
Δε θέλω να λες πως είσαι ερωτευμένος.
Θέλω να το δείχνουν τα μάτια σου, το κορμί σου, η ψυχή σου!
Στο κάτω-κάτω,δε σου ζήτησα ποτέ να μ'αγαπάς.
Θέλω μονάχα να μην μπορείς να ζήσεις χωρίς εμένα!
Αλλιώς δεν μου κάνεις μωρό μου!

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Πόσο καιρό είχαμε να συναντηθούμε; Θα πηγαίνουν πια μήνες.Δυσκολεύτηκα να σε αναγνωρίσω. Φορούσαμε και οι δυο κουκούλες μιας και χιόνιζε. Είχε και ομίχλη και δεδομένης της μυωπίας μου δεν έβλεπα και πολλά. Ωστόσο, όταν πέρασες από δίπλα μου και σε κοίταξα, αναγνώρισα τα μάτια σου. Αυτά τα μάτια -δυο υγρά κάρβουνα- κάτι μου θυμίζανε, έτσι, αόριστα. Προσπεράσαμε ο ένας τον άλλον, μα γύρισα και σε κοίταξα. Ήσουν κάτι ακαθόριστο στο μυαλό μου. Γύρισες και εσύ. Χαμογέλασες και μου μίλησες. ''Δανάη!'' Από τη φωνή σε γνώρισα. ''Oh, Μιχάλη..'', αναφώνησα, κάπως ξαφνιασμένη, είναι η αλήθεια.

Στην Αθήνα γνωριστήκαμε, στο μετρό. Ήσουν παρέα, με ένα γνωστό μου που μένει εδώ και τον είχα πετύχει τυχαία. Εσύ Κρητικός στην καταγωγή, μα σπούδαζες στο Πολυτεχνείο, στην Αθήνα. Την πρώτη εκείνη φορά δεν είχαμε μιλήσει για πολύ ώρα. Μονάχα, είχαμε κανονίσει να συναντηθούμε την επόμενη μέρα, να πάμε για κανένα καφέ, οι δυο μας. Όντως, την επόμενη μέρα, πήγαμε σε ένα ωραίο μαγαζάκι στα Εξάρχεια και γνωριστήκαμε καλύτερα. Ήμουν φρεσκοχωρισμένη τότε και εσύ ελεύθερος από καιρό. Παίχτηκε μεταξύ μας ένα τρυφερό και σύντομο love story, αν θα μπορούσαμε να το πούμε έτσι. Τίποτα το ιδιαίτερο, όπως έλεγα και εγώ αργότερα. Ό,τι και να'ταν δεν το τέλειωσα καλά. Ήρθε η μέρα να φύγω και σε χαιρέτησα πολύ βιαστικά, πολύ πρόχειρα. Μωρέ, δεν είμαι καλή σ'αυτά. Καμιά φορά σε θυμόμουν όμως, με γλυκιά νοσταλγία. Όμορφα τα'χαμε περάσει κείνες τις λίγες μέρες και πολύ ερωτικά. Άμα έβρισκα εκείνο τον κοινό μας γνωστό, όλο για σένα τον ρωτούσα. Πώς τα περνάς, αν είναι όλα καλά στις σπουδές σου, αν είσαι μόνος ή με κοπέλα, αν περνάς όμορφα μαζί της. Και χαιρόμουν όταν ήσουνα καλά, στ'αλήθεια και λυπόμουν όταν δεν ήσουν και εσύ καλά. Κυρίως γιατί εγώ δεν ήμουν εκεί, να τα πούμε λίγο, να σε παρηγορήσω.

Πήγαμε σε μια γωνία, να μιλήσουμε λίγο ήσυχα. Άρχισες να στρίβεις τσιγάρο και ύστερα γέλασες. '
'Ξέρεις, σε έψαχνα μετά που έφυγες.''
Ένιωσα λιγάκι άβολα. ''Κοίτα, Μιχάλη, καλά περάσαμε τότε, ωραία όσα ζήσαμε, αλλά αυτό ήτανε. Ύστερα, back to reality.''
''Βack to reality, γιατί έτσι το θέλησες εσύ. Θα μπορούσαμε να'μαστε μαζί.''
''Δε θα μπορούσαμε.''
Σιωπή για λίγο. Αμήχανες στιγμές. Bαλθήκαμε να μιλάμε για άσχετα, ασήμαντα και βλακώδη θέματα. Για τις πανελλήνιες, για την εξεταστική, για το πόσο θα μείνει εδώ, ίσως να'παμε και για τον καιρό, τόσο ανούσια που την καταντήσαμε κείνη τη στιγμή. Κάποια στιγμή σε διέκοψα, ενώ, μου έλεγες για τα τελευταία καμώματα του κολλητού σου, που ούτε καν γνωρίζω.
''Μιχάλη, έχω την αίσθηση πως εμείς οι δυο δεν τελειώσαμε.''
Και το'λεγα αληθινά, χωρίς καμιά διάθεση να φλερτάρω μαζί σου,να σε παρασύρω, να σε βάλω σε σκέψεις.
''Όντως. Δεν...ολοκληρώθηκε ο κύκλος μας.''
Κατέβασα την κουκούλα.
''Ναι,αλλά είναι αργά.''
''Γιατί;''
''Πάει καιρός πια Μιχάλη. Άλλαξαμε και οι δυο και τώρα δεν ξέρω αν η ζωή του ενός έχει χώρο για τον άλλον.''
''Με σκεφτόσουν όμως καμιά φορά;''
''Σε σκεφτόμουν συχνά.''
Γέλασες. Κατέβασες και εσύ τη κουκούλα σου,ενώ άναβες το τσιγάρο σου.
''Και για εμένα το ίδιο ισχύει. Άρα, δεν τελειώσαμε.''
Γέλασα.
''Τι σημασία έχει πια, αν τελειώσαμε ή αν δεν τελειώσαμε;''
Βιάστηκες να αλλάξεις θέμα.
''Σε είχα δει σε μια παράσταση, μα ύστερα δεν επιχείρησα να συναντηθούμε. Θεώρησα καλό να μη βρεθούμε.''
Ένιωσα αμήχανα.
''Γιατί;''
Τα φρύδια σου έσμιξαν,δε γελούσες πια, μα ούτε και με κοίταζες.
''Γιατί σ'αγαπώ.''
Ξαφνιάστηκα. Ξαφνικά, αυτός ο νεαρός, ο 20σαχρονος, μου φάνηκε ένας ρομαντικός ιππότης.
''Και εγώ σ'αγαπώ, Μιχάλη.''
Με κοίταξες παράξενα και εγώ το ίδιο. Ωστόσο, ένιωθα τη συνείδηση μου καθαρή. Ένιωσα πως έκλεισαν όλοι μου οι λογαριασμοί απέναντι σου. Γελάσαμε ύστερα, ανακουφισμένοι.
''Είσαι πάντα με τον Σταύρο;''
''Τα ξέρεις. Μια μαζί ,μια όχι. Εσύ πάντα τραβιέσαι με την Νόρα;''
''Ως συνήθως.''
''Τελικά αγάπη μας δένει με αυτούς τους ανθρώπους ή κάποια άρρωστη εξάρτηση;''
''Θέλω να πιστεύω το πρώτο. Αλλά αν έμενες τότε...''
''Συγγνώμη για το τρόπο που έφυγα τότε, αλλά δεν...''
''Δεν...;''
''Δεν θα ήμαστε μαζί ούτως ή άλλως. Μου'χε τηλεφωνήσει ο Σταύρος την προηγούμενη ημέρα.''
''Άδικο είναι πάντως που δεν μπορέσαμε ποτέ να είμαστε μαζί.''
''Άδικη είναι η ζωή Μιχάλη... θα μείνεις μέρες εδώ;''
''Λίγες μόνο. Έχω ακόμα ένα δαχτυλίδι που'χες ξεχάσει σπίτι μου.''
''Κράτα το, να με θυμάσαι.''
''Πάντα θα σε θυμάμαι. Θα θυμάμαι όσα λέγαμε.''
''Ίσως τώρα να τελειώσαμε. Μετά και από αυτό το ''σ'αγαπώ'' και τις περαιτέρω εξομολογήσεις.''
''Πάλι εσύ φεύγεις πρώτη.Έμαθα να σ'αγαπώ,Δανάη. Τη σκέψη σου έμαθα να αγαπώ.''
''Το ίδιο και εγώ. Και δε γίνεται αλλιώς, το βλέπεις.''
''Αγαπηθήκαμε αληθινά, έτσι δεν είναι;''
Ανασήκωσα τους ώμους. Πώς αγαπιούνται δυο άνθρωποι που δεν ζούνε μαζί; Aγαπιούνται όμως τελικά, αυτά είναι τα παράξενα της ζωής.
''Γεια σου Μιχάλη. Καλά να περάσεις σου εύχομαι, εδώ.''
''Αντίο Δανάη. Καλή τύχη να'χεις στη ζωή σου.''

Γύρισα την πλάτη και έφυγα πρώτη. Ένιωσα δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπο μου, παρ'ότι δεν ένιωθα στεναχώρια. Ίσως κάποια πίκρα για αυτό που δεν έζησα,αλλά και μεγάλη ανακούφιση που'κλεισε ένα μεγάλο μου χρέος. Δε γύρισα να κοιτάξω πίσω. Δεν είδα αν στάθηκες λίγο ή αν έφυγες και εσύ αμέσως. Έβγαλα το μπουφάν και το κράτησα στα χέρια μου. Μου φαίνεται πως άρχισε να κάνει ζέστη ξαφνικά. Ο κόσμος με κοίταζε λες και ήμουν τρελή. Μήπως ήμουν που σε άφησα να φύγεις έτσι; Θα μπορούσα να γύρισω πίσω, να σε φωνάξω, θα σε προλάβαινα. Μα, δεν θα'χε νόημα. Άστο,καλύτερα έτσι. Άρχισα να σιγοτραγουδώ την ''Παναγιά των Πατησίων''. Το τραγουδούσαμε μαζί, για αυτό.

Αυτά είναι τα άγρια φινάλε της ζωής...τα αδυσώπητα...